Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Πόσο κοστίζει μία ακριβή επικοινωνιακή κίνηση; Όσο την κοστολογούν έξι από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους στον κόσμο. Η έκδοση ομολόγου στην οποία προχωρά το ελληνικό δημόσιο και επιβαρύνει τους Έλληνες φορολογούμενους με τις προμήθειες των Bank of America Merrill Lynch, Goldman Sachs, HSBC, J.P. Morgan, Morgan Stanley και SG CIB, έχει ξεκάθαρο στόχο: αφενός να αποπληρωθεί το ομόλογο της εποχής Σαμαρά με χαμηλότερο επιτόκιο και αφετέρου να προσθέσει άλλο ένα «λιθαράκι» θετικών οικονομικών ειδήσεων στην αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ναι, η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει σταδιακά στις αγορές και έχει αργήσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Όμως η επιστροφή πρέπει να γίνει προς όφελος της οικονομίας και όχι των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η χθεσινή ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης ομολόγου αποτελεί την πρώτη προεκλογική κίνηση της κυβέρνησης με επίκεντρο την οικονομία, για να έρθει ο Μάριο Ντράγκι να μας υπενθυμίσει ότι τα... νταούλια τα χτυπάνε οι αγορές.
Μιλώντας χθες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Ντράγκι τόνισε ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να αγοράσει ελληνικά ομόλογα γιατί αυτά δεν είναι επιλέξιμα, αφού δεν έχουν την απαιτούμενη πιστοληπτική αξιολόγηση. Για να είναι επιλέξιμοι οι ελληνικοί τίτλοι πρέπει να έχουν αξιολόγηση από «Baa3» ή «BBB-» (ανάλογα με τον οίκο) δηλαδή στην κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα». Είναι σαν να μας λέει ο Ιταλός ότι σήμερα οι τίτλοι μας δεν έχουν καμία αξία και ότι πρέπει να κάνουμε όλα αυτά που ενδείκνυνται για να επιστρέψουμε κάποια στιγμή κανονικά στις αγορές.
Στην κυβέρνηση, ωστόσο, μιλούν για «επιστροφή στην κανονικότητα» - και μάλιστα με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από το 2014 - και για βελτίωση του κλίματος που θα φέρει την πολυπόθητη αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Είναι ένα κομμάτι από το παζλ θετικών οικονομικών ειδήσεων που θέλει να προβάλει ο Αλέξης Τσίπρας στο δρόμο προς τις κάλπες.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι το ελληνικό δημόσιο επιβάλλεται να «χτίσει» την απαιτούμενη καμπύλη επιτοκίων, να δοκιμάζει δηλαδή τα – συνήθως ταραγμένα – νερά των αγορών με μικρότερες εκδόσεις, έτσι ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει την «ολική επαναφορά». Αυτή θα επιτευχθεί αρχικά όταν θα μπορούμε να εκδώσουμε 10ετές ομόλογο με ικανοποιητικά επιτόκια και αντί να «παρακαλάμε» τους επενδυτές να λάβουν μέρος στη δημοπρασία, θα τους... διώχνουμε, που σημαίνει ότι οι προσφορές θα είναι πολλαπλάσιες της ζήτησης. Θα ολοκληρωθεί δε, όταν η κυβέρνηση θα μπορεί να χρηματοδοτεί πλήρως τις ανάγκες της από τις αγορές.
Όσο για το επιτόκιο που θα εξασφαλίσει το ελληνικό δημόσιο, αυτό εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ 3,2%-3,6%, αρκετά χαμηλότερο από το 4,75% της εποχής Σαμαρά. Αν αυτό θεωρείται μεγάλη επιτυχία τότε μάλλον η χώρα δεν βρίσκεται σε σωστό δρόμο. Δεν μπορεί να συγκριθεί το κόστος δανεισμού μίας χώρας που βρίσκεται σε μνημόνιο και της ίδιας χώρας 5 ολόκληρα χρόνια μετά και μάλιστα με τα μνημόνια να αποτελούν παρελθόν.
Για να γίνει αντιληπτή η τεράστια διαφορά μεταξύ μιας χώρας που απλώς δανείζεται για να δανειστεί και να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες και μίας χώρας που έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, αρκεί να αναφερθεί ότι η Πορτογαλία δανείζεται στην 5ετία με 0,33%...
Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας δεν κατάφερε να φτάσει σε αυτά τα επίπεδα γιατί μεσολάβησε το τρίτο μνημόνιο και χάσαμε το τρένο του QE, για το οποίο χθες ο Ντράγκι άφησε ανοιχτό το παράθυρο εκ νέου εφαρμογής. Όμως κάτι τέτοιο θα συμβεί μόνο αν επιδεινωθούν τόσο πολύ οι συνθήκες που δεν υπάρχει άλλη επιλογή και σε μία τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα είναι και πάλι εκτός.
Είναι ενδεικτικό ότι με το επιτόκιο της 5ετίας κοντά στο 3,5% το ελληνικό δημόσιο δανείζεται 10 φορές ακριβότερα από την Πορτογαλία, 17 φορές ακριβότερα από την Ισπανία και μόλις 2,2 φορές ακριβότερα από την Ιταλία.