Του Βασίλη Γεώργα
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα λέει το ΔΝΤ, η Ελλάδα είναι μια μη βιώσιμη χώρα. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα, εκτός αν οι ευρωπαίοι δανειστές κουρέψουν το χρέος τουλάχιστον κατά 150 δισ. ευρώ ή το σπρώξουν τόσο μακριά στο μέλλον που να μην το βλέπουμε.
Το Βερολίνο και η ευρωζώνη έχουν εντελώς αντίθετη άποψη. Εξαιτίας των φθινοπωρινών εκλογών στη Γερμανία κάθε συζήτηση περί «αποτυχίας του προγράμματος είναι αυτή τη στιγμή απαγορευτική, όπως απαγροευτική είναι και η λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων για το ελληνικό χρέος. Ο Β. Σόιμπλε διατυμπανίζει πλέον ότι η Ελλάδα τα πάει όλο και καλύτερα, μεταρρυθμίζεται, μπαίνει στην εποχή της ανάπτυξης, και μπορεί με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, επενδύσεις και «μερεμέτια» στις πληρωμές του χρέους να αρχίσει να γίνεται ξανά μια αξιόχρεη χώρα.
Οι διαφορές αυτές στην εκτίμηση της κατάστασης οδηγούν το μεν ΔΝΤ να θέλει να απεμπλακεί σταδιακά από την Ελλάδα μετά το 2018 παίρνοντας πίσω ταχύτερα τα 14 δισ. ευρώ που του χρωστάμε, το δε Βερολίνο να ισχυρίζεται πως με την παραμονή του ΔΝΤ για λίγο ακόμη, η Ελλάδα θα καταφέρει να βγει στις αγορές για να δανείζεται από το 2018 και δεν θα χρειαστεί άλλο μνημόνιο χρηματοδότησης.
Όλα αυτά, όμως, δεν θα κριθούν τώρα αλλά σε ένα χρόνο από σήμερα. Το Βερολίνο έχει καταφέρει να επιβάλει την άποψή του ώστε η ουσιαστική συζήτηση και οι αποφάσεις για την επόμενη μέρα στην Ελλάδα, είτε αυτή αφορά στη ρύθμιση του χρέους και την έξοδο στις αγορές, είτε την παράταση ή την υπογραφή ενός νέου προγράμματος, να δρομολογηθούν το καλοκαίρι του 2018, λίγο πριν εκπνεύσει το τρίτο μνημόνιο και με βάση τα δεδομένα που θα έχουν προκύψει από τα stress test των τραπεζών. Μέχρι τότε η διαχείριση του προβλήματος θα βρίσκεται στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης που καλείται να κινήσει γη και ουρανό στην οικονομία ώστε το 2018, όταν η ευρωζώνη θα επανεξετάσει την κατάσταση υπό το φως των σχεδίων για μια "πολυζωνική Ευρώπη", να έχουν διαμορφωθεί οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.
Με τη συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών και τις απώλειες των 2,5 ετών διαπραγμάτευσης, η Ελλάδα ξεκινά με γκολ από τα αποδυτήρια. Ξέρει πως ούτε το χρέος της μπορεί να κουρευτεί, ούτε έχει τα εργαλεία να απογειώσει την ανάπτυξή της, ούτε στις αγορές να επιστρέψει τουλάχιστον με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί τις χρηματοδοτικές ανάγκες της συστηματικά και με βιώσιμο (φτηνό) τρόπο.
Η κυβέρνηση που επεδίωκε «εδώ και τώρα λύση για το χρέος» με χαμηλά πλεονάσματα για να μην πάρει καθόλου μέτρα, υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει για το ακριβώς αντίθετο. Πήρε 4 δισ. ευρώ νέα μέτρα έναντι διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% μέχρι το 2022, και τίποτα ακόμη για το χρέος.
Ακόμη και αν επιτευχθεί τώρα μια πρώτη συμφωνία μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης, αυτή θα τελεί υπό την διαρκή απειλή αναστολής. Στην πολύ πιθανή περίπτωση μάλιστα που οι δύο πλευρές επιβάλουν ως όρο εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων μέτρων την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων κάθε φορά, η Ελλάδα θα είναι έρμαιο της δημοσιονομικής αβεβαιότητας που προκαλεί αφενός το υφεσιακό πακέτο μέτρων των 4,6 δισ. ευρώ για την περίοδο 2018-2020, και αφετέρου η δέσμευση διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για μια πενταετία (2018-2022).
Αν η οικονομία δεν καταφέρει να ανακάμψει, όχι μόνο της ελάφρυνσης του χρέους και της δυνατότητας εξόδου στις αγορές δεν θα επωφεληθεί η Ελλάδα από τη στιγμή που εκτροχιαστούν οι στόχοι, αλλά θα υποχρεωθεί να λαμβάνει διαρκώς περισσότερα μέτρα ή να καταφύγει στην υπογραφή νέου μνημονίου χρηματοδότησης.
Πολιτικός συμβιβασμός στο Μπάρι
Οι δύο πλευρές των δανειστών καλούνται αυτές τις μέρες στο πλαίσιο της συνεδρίασης των επτά ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη (G7) να καταλήξουν σε μια συμβιβαστική φόρμουλα που θα λύνει τα δικά τους προβλήματα, και όχι της Ελλάδας.
Παρότι οι θέσεις μεταξύ ΔΝΤ και ευρωζώνης βρίσκονται σε τεράστια απόσταση, ο «πολιτικός» συμβιβασμός έχει πιθανόν βρεθεί: θα είναι μια λίστα από εναλλακτικές ενέργειες αναδιάρθρωσης χρέους που θα είναι διαθέσιμες για μετά το 2018, αλλά δεν θα «ποσοτικοποιηθούν» αναλυτικά.
Τα εργαλεία αυτά εξαντλούνται κατά κύριο στην αξιοποίηση των 20 δισ. ευρώ που έχουν περισσέψει από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είτε ως «εγγυήσεις» του ESM προς το ΔΝΤ, είτε ως κεφάλαιο εξαγοράς των δανείων του Ταμείου προς την Ελλάδα, είτε επίσης ως χρήματα που θα χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν την επέκταση του τρίτου μνημονίου για άλλον έναν χρόνο.
Στο πακέτο μπαίνουν και οι επιστροφές κερδών από τη διακράτηση ομολόγων των κεντρικών τραπεζών που δεν κουρεύτηκαν, αλλά ο μεγάλος άγνωστος Χ θα είναι το ύψος εκείνο των δανείων που θα επιμηκυνθούν, η ενδεχόμενη αναβολή πληρωμής τόκων και το κλείδωμα των επιτοκίων για ένα μέρος του χρέους σε χαμηλά επίπεδα.
Το ΔΝΤ θα μπορεί να κάνει τους δικούς του «υπολογισμούς» ώστε να εκδώσει πιστοποιητικό βιωσιμότητας για μερικά χρόνια, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε ο Γερμανός ψηφοφόρος να μην μάθει πριν τις εκλογές στη Γερμανία, αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να ελαφρυνθεί σε βάρος του, το χρέος της Ελλάδας. Η όποια συμφωνία επίσης, θα κινείται στα πολύ στενά όρια της απόφασης του περσινού Μαϊου με βάση την οποία οποιαδήποτε αναδιάρθρωση στην Ελλάδα δεν μπορεί να προκαλεί ζημιά στους δανειστές, τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παραμείνουν υψηλά για τουλάχιστον 5 χρόνια (2022) ενώ οι ελαφρύνσεις που θα αποφασιστούν δεν θα μπορούν να εφαρμοστούν πριν το 2018 και αφού κριθούν απαραίτητες. Οι αναδιαρθρώσεις θα είναι, παράλληλα, συνδεδεμένες με την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων από την Ελλάδα.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε θεαματικές αποφάσεις από τη συμφωνία για το χρέος, ακόμη κι αν δημοσίως το ΔΝΤ εξακολουθεί να ζητά «χαρτιά με νούμερα».
Τρίτος δρόμος
Αλλά την ίδια στιγμή αντιλαμβάνονται όλοι μέσα και έξω, ότι για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη αυτός ο αέναος κύκλος των μνημονίων, της ύφεσης και των προγραμμάτων χρηματοδότησης.
Με αφορμή τις αποφάσεις που εξετάζονται αυτή την περίοδο για το χρέος, όλοι ψάχνουν να βρουν τον «τρίτο δρόμο» του 2018, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τη μέση λύση. Δηλαδή ένα κοκτέιλ από λίγο μνημόνιο (η κυβέρνηση συμφώνησε ήδη για το 2019-2020), λίγα λεφτά από τους εταίρους (πιστωτική γραμμή ECCL ή επέκταση υφιστάμενου προγράμματος), λίγο αγορές, και λίγο ρύθμιση του χρέους.
Τίποτα από όλα αυτά φυσικά δεν θα μπορέσει να βγάλει τη χώρα από τη δύσκολη θέση.
Και κυρίως ελάχιστες θα είναι οι αποφάσεις που θα ληφθούν φέτος, ακόμη και αν η κυβέρνηση και οι δανειστές ισχυριστούν δημοσίως ο καθένας για τις δικές του σκοπιμότητες, ότι «πέρασαν» οι δικές του θέσεις.
Στην ελληνική κυβέρνηση ψάχνουν πίσω από τη συμφωνία για το χρέος ένα πολιτικό «τρόπαιο» για να χρυσώσουν το χάπι του τέταρτου μνημονίου με το οποίο φόρτωσαν την Ελλάδα.
Το ΔΝΤ αναζητά έναν εύσχημο τρόπο διαφυγής από την Ελλάδα και ο μόνος τρόπος για να τον βρει είναι να συμφωνήσει σε μια αναδιάρθρωση που τουλάχιστον θα του εξασφαλίζει ότι θα πάρει πίσω τα λεφτά του μετά τη λήξη αυτού του μνημονίου «πουλώντας» τα στον ESM.
Και το Βερολίνο κερδίζει χρόνο μέχρι να περάσουν οι γερμανικές εκλογές, χωρίς ουσιαστικά να δίνει τίποτα άλλο παρά υποσχέσεις που ενδεχομένως το 2018 να επανεξεταστούν από εντελώς διαφορετική σκοπιά.