Του Βασίλη Γεώργα
Η κυβέρνηση έφτασε εκεί τα πράγματα με τη δεύτερη αξιολόγηση ώστε η χώρα να βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τις χειρότερες επιλογές που μπορούσε να έχει σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομία παρουσιάζει εκ νέου ενδείξεις εκτροχιασμού.
Η άμπωτη της επικοινωνιακής προπαγάνδας των πρώτων ημερών και οι αλληλοδιαψεύσεις μεταξύ Μαξίμου και υπουργείου Οικονομικών, αποκάλυψαν σε όλους πως όχι μόνο δεν μπορούμε μιλάμε σοβαρά για το «τέλος της λιτότητας» στην Ελλάδα, αλλά βρισκόμαστε μπροστά σε τέτοιας υφεσιακής ισχύος μέτρα λόγω της δέσμευσης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ, που κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει τι ξημερώνει μετά το τρίτο μνημόνιο ή -πολύ νωρίτερα- πως θα χειριστεί όλη αυτή την ασάφεια η κυβέρνηση τους επόμενους μήνες.
Από τη στιγμή που ενεπλάκη στον πολιτικό κύκλο της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, η 2η αξιολόγηση αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος πολύ δυσκολότερη αλλά και πιο επικίνδυνη από την 1η. Τα πολύ βαριά μέτρα που παρεισέφρησαν με την υποχρέωση προνομοθέτησης και οι εκκρεμότητες που μετατίθενται για το μέλλον, θα παρατείνουν την αβεβαιότητα για τον Απρίλιο ή και τον Μάιο, με κίνδυνο να χαθεί ολόκληρο το πρώτο 6μηνο της χρονιάς που θεωρητικά είναι καταλυτική για την προετοιμασία επιστροφής της χώρας στις αγορές σε ενάμιση χρόνο από σήμερα.
Χθες επί της ουσίας επιβεβαιώθηκε στη Βουλή ότι έχει ήδη προσυμφωνηθεί με τους δανειστές η μείωση του αφορολόγητου ορίου προκειμένου να εισπραχθούν 1,4 δισ. ευρώ περισσότεροι φόροι από το 2019 και η περικοπή των συντάξεων, επίσης κατά 1,4 δισ. ευρώ το 2020 (από 1% του ΑΕΠ για κάθε χρονιά), χωρίς την ίδια στιγμή κανείς από την κυβέρνηση να μπορεί να εγγυηθεί το παραμικρό ούτε ως προς τα περιβόητα «αναπτυξιακά αντίμετρα», ούτε ως προς την επίτευξη των δύο βασικότερων στόχων που έχει θέσει εξ' αρχής.
Η κυβέρνηση ήδη διαπραγματεύεται την αντικατάσταση του «κόφτη» που εκπνέει το 2019 με έναν νέου τύπου μηχανισμό προληπτικής επιβολής μέτρων ο οποίος θα επεμβαίνει πολύ πριν τον μήνα Απρίλιο που δημοσιεύονται τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Το παράδοξο της συμφωνίας για μέτρα και «αντίμετρα» είναι η αβεβαιότητα που προκύπτει από τη… βεβαιότητα της κυβέρνησης και της ευρωζώνης ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να επιτυγχάνει σε κάθε περίπτωση τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά. Ακόμη και το «περιτύλιγμα» με τα αντίμετρα, με το οποίο επιχειρείται να καλυφθεί η βαριά συμφωνία, είναι θολό καθώς δεν είναι ξεκάθαρο αν η οικονομία θα πρέπει να επιτυγχάνει και να υπερβαίνει τον στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% για να ενεργοποιούνται φορολογικές ελαφρύνσεις ή αν, όπως, ισχυρίστηκε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης τα «αναπτυξιακά μέτρα» θα ισχύσουν έτσι κι αλλιώς αλλά θα μειώνονται ανάλογα με το ύψος της αρνητικής απόκλισης από το 3,5%.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος παραδέχθηκε χθες σε πολύ λίγα λόγια ότι το μόνο βέβαιο είναι τα υφεσιακά μέτρα που έρχονται με τη μορφή ενός συγκαλυμμένου 4ου μνημονίου σε δύο χρόνια από σήμερα, ενώ κανείς δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή αν και πότε θα ανοίξει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και - μαζί με αυτά- η πόρτα για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Είναι η πρώτη φορά σε όλους αυτούς τους μήνες όμως, που τα ζητούμενα του χρέος και της ποσοτικής χαλάρωσης αποσπάστηκαν επίσημα από το κύριο σώμα της διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος ο κ. Τσακαλώτος τα μετέθεσε απροσδιόριστα στο μέλλον, παραδεχόμενος εμμέσως πως θα είναι θαύμα αν δούμε τελικά να λαμβάνονται αποφάσεις νωρίτερα από τις γερμανικές εκλογές το Φθινόπωρο του 2018 ή ακόμη και αν θα μετάσχει τελικά το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Παρά την εντύπωση που καλλιεργεί η κυβέρνηση ότι στη διαπραγματευτική της τακτική παραμένει μια συνολική συμφωνία για μέτρα, πλεονάσματα και χρέος (σ.σ ««όλα θα συμφωνηθούν σαν ένα πακέτο» είπε χθες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών αφήνοντας να εννοηθεί ότι αν δεν δοθεί «κάτι» για το χρέος η κυβέρνηση μπορεί και να μην υπογράψει) υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Μέχρι τον Ιούλιο του 2017 η Ελλάδα θα χρειαστεί να λάβει μια μεγάλη δόση άνω των 6 δισ. ευρώ προκειμένου να πληρώσει χρεολύσια στην ΕΚΤ, τον ESM και ιδιώτες επενδυτές. Αν δεν έχει διασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να ξεκλειδώσει τη ρευστότητα μέχρι τον Ιούνιο, οι εξελίξεις μπορεί να γίνουν απρόβλεπτες.