Του Γιώργου Φιντικάκη
«Πώς να χάσετε 14 εκατ. δολάρια σε τέσσερα χρόνια». Έτσι θα μπορούσε να τιτλοφορείται η χθεσινή ανακοίνωση πώλησης των δύο παροπλισμένων Airbus A-340 των πρώην Ολυμπιακών Αερογραμμών στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Διότι ναι μεν αγοράστηκαν έναντι 4,2 εκατ. δολαρίων για ανταλλακτικά και σκραπ από την Turboshaft των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο νικητής ωστόσο του προηγούμενου διαγωνισμού του ΤΑΙΠΕΔ, το 2012, η αμερικανική Apollo Aviation, είχε προσφέρει 18 εκατ. δολάρια!
Όμως το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε απορρίψει την προσφορά ως μη συμφέρουσα για το Δημόσιο. Αν αποφανθεί το ίδιο και τώρα, δεν εγκρίνει δηλαδή τη συναλλαγή, τότε τα 20 ετών Airbus «θα μπορούσαν κάλλιστα να μετατραπούν σε ευρύχωρα κοτέτσια», όπως έλεγε χαριτολογώντας χθες άνθρωπος της αγοράς.
Η ιστορία πώλησης των δύο ταλαίπωρων αεροσκαφών που είχαν αγοραστεί το 1997 προς 180 εκατ. ευρώ το ένα και στοιχίζουν στον Έλληνα φορολογούμενο 800.000 ευρώ ετησίως για συντήρηση και πάρκινγκ συνιστά ένα οικονομικής φύσης «αεροπορικό δυστύχημα».
Είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη κακοδαιμονία που ταλαιπωρεί δεκαετίες τώρα την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας στην Ελλάδα.
Το χρονικό
Τα αεροσκάφη αποτελούν μέρος μιας ομάδας τεσσάρων Airbus που αγοράστηκαν τη μακρινή διετία 1997-1998 από την Ολυμπιακή μέσω μιας κυπριακής εταιρείας, της Observatory Enterprises Ltd, με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Το 2009, οι υπηρεσίες εδάφους της Ολυμπιακής πουλήθηκαν στον Ανδρέα Βγενόπουλο και, μεταξύ άλλων, ξέμειναν στο ελληνικό Δημόσιο και τα τέσσερα Airbus Α-340.
Τότε το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε να βρει αγοραστή, αφού τα αεροσκάφη βρίσκονταν σε καλή ακόμη αεροπορική ηλικία για μια αξιοπρεπή μεταπώληση. Η πρώτη προσπάθεια έγινε το 2010, με υπουργό Οικονομικών τον Γιώργο Παπακωσταντίνου, δεν καρποφόρησε ωστόσο, αφού η ελληνική πλευρά είχε θέσει ιδιαίτερα ψηλά τον πήχη, ζητώντας πάνω από 100 εκατ. δολάρια για τέσσερα αεροπλάνα 20ετίας.
Το 2011 προκηρύχθηκε ο δεύτερος διαγωνισμός, χωρίς ελάχιστο τίμημα αυτήν τη φορά. Νικητής η εταιρεία Apollo από το Μαϊάμι, που προσέφερε για την αγορά των τεσσάρων Airbus το ποσό των 40 εκατ. ευρώ. Αν και τα αεροπλάνα ήταν κοστολογημένα πάνω από 300 εκατ. ευρώ, η κυβέρνηση έδωσε τα χέρια με τον επενδυτή από το Μαϊάμι προκειμένου να μην αχρηστεύονται άλλο στο «Ελ. Βενιζέλος».
Το δυστύχημα
Η Apollo ήρθε και πήρε μόνο δύο από τέσσερα αεροπλάνα, αξιοποίησε μόνο τους κινητήρες, ενώ έκοψε την άτρακτο σε κομμάτια για να την πουλήσει σαν σκραπ, αφήνοντας στο Ελ. Βενιζέλος τα άλλα δύο, καθώς έχριζαν επισκευής που απαιτούσε πολλά χρήματα. Αποχώρησε λέγοντας ότι θα τα επισκευάσει εν καιρώ προκειμένου να μπορούν να πετάξουν με ασφάλεια.
Ακολούθησε ένα σίριαλ, με τον επενδυτή να ζητά από το Δημόσιο να του παραδώσει αξιόπλοα τα αεροσκάφη, εκείνο αρνούνταν, οι μήνες περνούσαν, τα αεροπλάνα σάπιζαν, η αξία τους μειωνόταν και η μεταβίβαση δεν περπατούσε. Τελικά ο επενδυτής από το Μαΐάμι επανήλθε, και πρότεινε να πάρει τα αεροπλάνα με... έκπτωση δύο εκατ. ευρώ. Αντί δηλαδή για 20 εκατ. ευρώ, να πληρώσει 18 εκατ. ευρώ. Η ελληνική πλευρά δέχτηκε, αλλά όταν η υπόθεση έφτασε στο Ελεγκτικό Συνέδριο εκείνο δεν ενέκρινε τη σύμβαση, επισημαίνοντας ότι βλάπτει το συμφέρον του Δημοσίου. Κάπως έτσι, τα δύο Airbus ξέμειναν για τέσσερα ακόμη χρόνια στο αεροδρόμιο των Αθηνών.
Το απίστευτο της ιστορίας είναι ότι για πολλά χρόνια η κυπριακή εταιρεία Observatory Enterprises Ltd παρακρατούσε τους τίτλους ιδιοκτησίας των Airbus μέχρι την εξόφληση οφειλών της Ολυμπιακής προς την ίδια.
Αν και κάποια στιγμή το Δημόσιο αποπλήρωσε τα δάνεια με τα οποία είχαν αγοραστεί, εντούτοις το Υπουργείο Οικονομικών δεν φρόντισε για την άρση και των σχετικών υποθηκών. Έτσι, τα αεροσκάφη ως περιουσιακά στοιχεία ποτέ δεν μεταφέρθηκαν στο ΤΑΙΠΕΔ. Με άλλα λόγια, το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων λειτουργούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια περισσότερο ως σύμβουλος του ΥΠΟΙΚ στην πώληση των αεροσκαφών, παρά ως ο ιδιοκτήτης τους.