Πώς και πότε θα δώσει η οικονομία υψηλότερους μισθούς

Πώς και πότε θα δώσει η οικονομία υψηλότερους μισθούς

Εδώ και ένα δεκαπενθήμερο, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της Eurostat για τις μέσες ετήσιες αποδοχές των εργαζομένων στην Ευρώπη, η συζήτηση για το ύψος των μισθών δεν λέει να κοπάσει. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι μέσες ετήσιες αμοιβές στην Ελλάδα ανταποκρίνονται στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της εγχώριας οικονομίας. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι μέσοι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί που, όχι μόνο δεν είναι δελεαστικοί για την προσέλκυση των Ελλήνων που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, αλλά αντίθετα ωθούν τους νέους να φύγουν από τη χώρα και να ζητήσουν καλύτερες αποδοχές στο εξωτερικό.

Άλλοι υπενθυμίζουν τις επιπτώσεις από την πτώχευση της χώρας. Και αρκετοί τονίζουν ότι, παρ’ όλο που η ελληνική οικονομία κινείται πιο δυναμικά από τις αντίστοιχες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν υπάρχει αντίκρισμα στις αμοιβές των εργαζομένων. 

Και διερωτώνται: 

Πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα που αναπτύσσεται ταχύτερα από το μέσο όρο των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να εμφανίζει αύξηση των μέσων μισθών της τάξης μόλις του +3,69% από το 2022 στο 2023, όταν ο μέσος όρος των ΕΕ-27, βρίσκεται στο +6,24%; 

Για ποιο λόγο δεν διαχέεται η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προς τις τσέπες των εργαζομένων;

Γιατί η μεγάλη άνοδος της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, δεν αντικατοπτρίζεται και σε άνοδο των μέσων αμοιβών των εργαζομένων, παρά τη μείωση της φορολογίας των εταιρικών κερδών και της φορολόγησης των μερισμάτων;    

Πώς είναι δυνατόν οικονομίες, όπως της Πολωνίας και της Ρουμανίας, που βρίσκονταν χαμηλότερα από εμάς σε επίπεδα αμοιβών το 2022, να μπορούν να δίνουν αυξήσεις της τάξης του +16,57% και του +17,76% αντιστοίχως, μέσα στο 2023;

Αν αναζητήσουμε την ιστορική πορεία των μέσων μισθών στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι ο πυθμένας της δεκαετίας ήταν τα 15.859 ευρώ το 2020. Και τώρα βρισκόμαστε χαμηλότερα από τα 17.052 ευρώ του 2014. Από το 2020 μέχρι σήμερα, μας έχουν ξεπεράσει η Κροατία, η Σλοβακία, η Ρουμανία και η Πολωνία. Ενώ σε χαμηλότερες θέσεις βρίσκονται μόνο η Ουγγαρία και η Βουλγαρία, παρ’ όλο που οι μέσοι μισθοί τους αυξήθηκαν κατά +17,46% και +13,66% αντίστοιχα από το 2022 στο 2023.

Η ελληνική κυβέρνηση, μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων, αυξάνει τον κατώτατο μισθό. Στοχεύει μάλιστα – και περνάει απολύτως από το χέρι της - πριν από τις εκλογές του 2027, ο κατώτατος μισθός να φτάσει στα 950 ευρώ. Εξαγγέλλοντας χαρακτηριστικά ότι το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού θα καθορίζεται από τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ, από τη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας, αλλά και από το ύψος του πληθωρισμού. Παράλληλα, η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα ο μέσος μισθός θα φτάσει στα 1.500 ευρώ. 

Προ ημερών γράφαμε εδώ, για ποιους λόγους πρέπει η Ελλάδα να προσελκύσει τον ιδιωτικό και επιχειρηματικό πλούτο. Ένας από τους λόγους είναι και η δυνατότητα που θα έχει η «πλουσιότερη» οικονομία να προσφέρει υψηλότερες αμοιβές. Διότι οι υψηλότερες αμοιβές δεν γεννιούνται σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα, ούτε νομοθετούνται από τη Βουλή, ούτε αποφασίζονται από την κυβέρνηση.

Τους υψηλότερους μισθούς τους προσφέρει η ιδιωτική οικονομία. Και σε ποιες περιπτώσεις τις προσφέρει; Κατά πρώτον, όταν οι επιχειρήσεις μεγεθύνονται και αυξάνουν την κερδοφορία τους. Και κατά δεύτερον, όταν γίνονται νέες επενδύσεις και παράγονται προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν με τη σειρά τους την ύπαρξη εργαζομένων υψηλών προσόντων και υψηλών αμοιβών.

Η αλήθεια είναι ότι η εγχώρια επιχειρηματική κουλτούρα δεν προσφέρει ικανοποιητικές αμοιβές. Και αυτό ήταν λογικό σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας με την ανεργία κοντά στο 20%. Σήμερα, όμως, αυτή η συνταγή θα οδηγήσει σίγουρα σε αδιέξοδο. Διότι αργά ή γρήγορα οι εργαζόμενοι που δεν αμείβονται ικανοποιητικά είτε παύουν να αποδίδουν, είτε βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση μιας άλλης ευκαιρίας, με αποτέλεσμα να αποδομείται η έννοια του “loyalty”, δηλαδή της πίστης ανάμεσα στην επιχείρηση και τον εργαζόμενο. Η αλλαγή της επιχειρηματικής κουλτούρας είναι επιτακτική ανάγκη.

Παράλληλα, οι υπάρχουσες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή η καρδιά της οικονομίας, βράζουν μέσα στο ζουμί τους, αδυνατούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό και κεφάλαια και δεν δύνανται να δημιουργήσουν καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης.

Ο δρόμος που θα βγάλει τη χώρα από το τέλμα της χαμηλά αμειβόμενης εργασίας, έχει μια πινακίδα που γράφει με μεγάλα γράμματα: «Νέες Ξένες Επενδύσεις». Και, συγκεκριμένα, επενδύσεις που θα οδηγήσουν στη δημιουργία υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Αυτή, επομένως, είναι η δουλειά της κυβέρνησης. Να προσελκύει επενδύσεις, που θα ανοίξουν νέες, εξειδικευμένες και καλοπληρωμένες θέσεις απασχόλησης. Τι άλλο μπορεί να κάνει η κυβέρνηση; Να μειώσει τη φορολογία της μισθωτής απασχόλησης και το συνολικό εργοδοτικό κόστος που συμπεριλαμβάνει και τις ασφαλιστικές εισφορές.

Ο ετήσιος μέσος μικτός μισθός των 17.013 ευρώ, αντιστοιχεί σε καθαρό εισόδημα για τον εργαζόμενο 13.473 ευρώ, που σε 14μηνη βάση είναι 962 ευρώ. Ενώ το συνολικό κόστος για την επιχείρηση είναι σε ετήσια βάση τα 20.807 ευρώ. Δηλαδή 54% πάνω από το ποσό που εισπράττει καθαρό ο εργαζόμενος. Εάν φτάσουμε στα 3.000 καθαρά, που είναι καλός μισθός, που θα μπορούσε να δοθεί σε ένα μικρό προς μεσαίο στέλεχος, τότε το μηνιαίο εργοδοτικό κόστος απογειώνεται στα 6.139 ευρώ σε μηναία βάση. Δηλαδή για να εισπράξει ο εργαζόμενος 42.000 καθαρά, η επιχείρηση θα πρέπει να καταβάλει 85.946 ευρώ. Επιβάρυνση που υπερβαίνει το 100%. Λάθος μοντέλο. Εντελώς λάθος μοντέλο.

Τι άλλο πρέπει να κάνει η κυβέρνηση; Να προσπαθήσει να μειώσει το οικονομικό βάρος που δημιουργεί το κανονιστικό, ρυθμιστικό και εποπτικό πλαίσιο του Δημοσίου πάνω στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αλλά και τα υπόλοιπα, άμεσα και έμμεσα κόστη, που προκύπτουν από τις χρονικές καθυστερήσεις στο χώρο της δικαιοσύνης, των προσφυγών, των αδειοδοτήσεων, των εγκρίσεων και όλων των φάσεων του κύκλου ζωής των επενδύσεων και των επιχειρήσεων.

Με αυτόν τον τρόπο απαντάται το «πότε» και το «πώς» θα μπορέσει να δώσει η οικονομία υψηλότερες αμοιβές στους μισθωτούς.