Οι δικαστές δεν μπορούν να ασκούν δημοσιονομική πολιτική και μάλιστα με αποφάσεις «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει», προς όφελος αυτών που τις εκδίδουν. Και το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την απόφαση του, οι συντάξεις των τριών ανωτάτων δικαστικών που προσέφυγαν σε αυτό, να επανέλθουν στα προ των μνημονιακών περικοπών επίπεδα, προ του 2012, απειλεί με νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό το Ασφαλιστικό.
Το φάντασμα των νέων ελλειμμάτων εύκολα θα μπορούσε να κάνει την εμφάνιση του, αφού η απόφαση ανοίγει το δρόμο για προσφυγές από το σύνολο των 5.000 συνταξιούχων δικαστικών, αλλά ακόμη και από τους βουλευτές, των οποίων οι συντάξεις είναι συνδεδεμένες με αυτές των δικαστικών. Και υπολογίζεται πως το κόστος μόνο για τους δικαστικούς θα μπορούσε σε μια τέτοια περίπτωση να φτάσει στα 500 εκατ - 1 δισ ευρώ.
Εδώ υπάρχουν τρία ζητήματα. Το ένα είναι το πολιτικό. Δεν είναι δουλειά των δικαστών να παρεμβαίνουν σε μια από τις βασικές λειτουργίες του κράτους, τη δημοσιονομική πολιτική, για ένα μάλιστα από τα ζητήματα, το Συνταξιοδοτικό, στο οποίο οφείλεται μεταξύ άλλων η κατάρρευση της οικονομίας και η χρεοκοπία του 2010. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα συνέβαινε αν άνοιγε ο δρόμος για προσφυγές και σε άλλες κατηγορίες, καθώς η απόφαση αναφέρει ότι αντίστοιχη αντιμετώπιση πρέπει να έχουν και τα ειδικά μισθολόγια (στρατιωτικοί, πανεπιστημιακοί, γιατροί του ΕΣΥ, κλπ). Πλέον θα υπάρχει απόφαση τόσο του Μισθοδικείου, όσο και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Το δεύτερο είναι ότι πρόκειται για απόφαση ηθικά ελέγξιμη. Τρεις ανώτατοι δικαστές, πρώην πρόεδροι του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προσέφυγαν στο όργανο στο οποίο υπηρετούσαν και ανέθεσαν στους νεότερους συναδέλφους τους να επιλύσουν το συνταξιοδοτικό τους πρόβλημα, οι οποίοι και τους δικαίωσαν. Ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς τον θεσμό όταν βλέπουν πως όταν εκδικάζονται θέματα που αφορούν τους ίδιους τους λειτουργούς της, οι αποφάσεις είναι συνήθως ευνοικές; Διότι, τα πάντα ξεκινούν από την παραδοχή ότι δεν μπορούν να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην Δικαιοσύνη.
Το τρίτο πρόβλημα είναι το κοινωνικό. Τι μηνύματα στέλνει μια τέτοια απόφαση στην κοινωνία; Τι παράδειγμα δίνει μια απόφαση ότι είναι παράνομες οι μνημονιακές περικοπές συντάξεων των δικαστών και των βουλευτών (που είχαν μάλιστα ψηφίσει να παραιτηθούν από τα αναδρομικά τους για να δείξουν στην κοινωνία ότι βάζουν πλάτη), αλλά νόμιμες οι περικοπές σε όλους τους άλλους πολίτες; Ειδικά όταν όσες προσφυγές στα δικαστήρια έχουν γίνει για τις περικοπές των μνημονίων σε μισθούς και συντάξεις έχουν μέχρι σήμερα απορριφθεί.
Η κυβέρνηση έχει ενοχληθεί από την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του οποίου προεδρεύει ο Ιωάννης Σαρμάς (διετέλεσε και υπηρεσιακός πρωθυπουργός). Αν δεν κινηθεί γρήγορα είναι προφανές ότι μπορεί να ανοίξουν οι Ασκοί του Αιόλου. Το είπε όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε χθες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης λέγοντας «σεβόμαστε την δικαιοσύνη, αλλά βασικός μας γνώμονας είναι η προστασία του Ασφαλιστικού από νέα ελλείμματα τα οποία πάντα πληρώνουν οι φορολογούμενοι και οι υπόλοιποι συνταξιούχοι». Οι πληροφορίες λένε ότι τα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Εργασίας θα κατεβάσουν ίσως και την επόμενη εβδομάδα σχετική νομοθετική πρωτοβουλία με την οποία θα κλείνει κάθε πιθανό «παράθυρο» ώστε δικαιούχοι να είναι μόνο οι τρεις που τους αφορά. Δηλαδή τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο, τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ρωμύλο Κεδίκογλου και τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικόλαο Αγγελάρα.
Η οικονομία έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν ανάλογες αποφάσεις του Μισθοδικείου και ανωτάτων δικαστηρίων. Όπως το 2008, όταν είχαν υιοθετηθεί αναδρομικά από την αρχή του έτους οι αυξήσεις στους μισθούς των δικαστών, τις οποίες είχε ορίσει το 2006 το Μισθοδικείο με σειρά αποφάσεών του, προκαλώντας τη δυσφορία της τότε κυβέρνησης, κύκλοι της οποίας έλεγαν πως δεν είναι δυνατόν η δημοσιονομική πολιτική να επιβάλλεται με δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα προς όφελος αυτών που εκδίδουν την απόφαση.
Κατά την επίμαχη συνεδρίαση, το Μισθοδικείο είχε κρίνει ότι οι αποδοχές των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) πρέπει να είναι αντίστοιχες με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών, οι οποίες είναι οι υψηλότερες στον δημόσιο τομέα. Έτσι οι μηνιαίες αποδοχές των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων είχαν αυξηθεί κατά 3.348 ευρώ και με δεδομένο ότι τότε ανέρχονταν σε 5.455 ευρώ διαμορφώθηκαν πλέον σε 8.803 ευρώ.
Τότε, οι αυξήσεις αυτές είχε υπολογιστεί ότι φόρτωσαν τον κρατικό προϋπολογισμό με βάρος 195 εκατ. ευρώ ετησίως. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η αναδρομική απόδοση των αυξήσεων στις αποδοχές εν ενεργεία και συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών είχε συμπαρασύρει σε αντίστοιχες αυξήσεις και τις αποδοχές και συντάξεις. Μερικά χρονιά μετά ήρθαν τα μνημόνια..