Υπάρχει ένα… θύμα του υψηλού πληθωρισμού που δεν καταγράφεται στον… επίσημο κατάλογο ο οποίος προφανώς περιλαμβάνει το διαθέσιμο εισόδημα, τη δυνατότητα των νοικοκυριών να καταναλώνουν, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας και σε τελική ανάλυση τον ίδιο τον ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό το θύμα είναι οι… καταθέσεις μας.
Η απώλεια που προκαλείται στην αποταμίευση είναι πρωτοφανής τουλάχιστον για τα δεδομένα των τελευταίων 30 ετών. Διότι μπορεί πληθωρισμό της τάξεως του 7-9% να είχαμε πάλι το 1992 όμως τότε τα επιτόκια των καταθέσεων δεν ήταν μηδενικά. Αυτό λοιπόν που ενδιαφέρει για να μετρηθεί η πραγματική απώλεια στο υπόλοιπο των καταθέσεων είναι η διαφορά του πληθωρισμού από τη μία που μειώνει την αγοραστική δύναμη της αποταμίευσης και του επιτοκίου καταθέσεων από την άλλη που αναπληρώνει ένα μέρος αυτών των απωλειών.
Αυτή τη στιγμή, η διαφορά –η οποία ουσιαστικά είναι στο 7,2% καθώς οι καταθέσεις δεν έχουν τόκο- είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 30 ετών. Ας πάμε πίσω στο μακρινό 1997. Και τότε ο πληθωρισμός κινούνταν στα ίδια επίπεδα με σήμερα δηλαδή περίπου 7%.
Όμως, αν ανατρέξει κανείς στα ιστορικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, θα θυμηθεί ότι μια προθεσμιακή κατάθεση 12 μηνών, μπορούσε να εξασφαλίσει επιτόκιο της τάξεως του 10-11%. Χρειάστηκε να αλλάξει ο αιώνας και να μπούμε στην τελική ευθεία για την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη για να αρχίσει να υποχωρεί το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων κάτω από το 3-4%.
Ακόμη και οι καταθέσεις απλού ταμιευτηρίου το 1996 και το 1997 έδιναν επιτόκιο της τάξεως του 9-10% (σ.σ είναι η εποχή που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο από ποτέ η έννοια του… ραντιέρη). Ποια είναι σήμερα η απόδοση μιας τραπεζικής κατάθεσης; Μηδέν, (ουσιαστικά) είτε πρόκειται για προθεσμιακή κατάθεση είτε για απλό ταμιευτήριο.
Άρα λοιπόν, η μεγάλη διαφορά με την προηγούμενη περίοδο του υψηλού πληθωρισμού ήταν ότι τότε προστατεύονταν οι καταθέσεις ενώ σήμερα εξαϋλώνονται μήνα με τον μήνα.
Υπάρχει και ένα δεύτερο θύμα και αυτό είναι φυσικά ο μισθός μας. Και πάλι αν συγκρίνουμε με την προηγούμενη περίοδο των πληθωριστικών πιέσεων, θα διαπιστώσουμε ότι τότε, με βάση τον πληθωρισμό αναπροσαρμόζονταν οι συμβάσεις μέσω της υπογραφής καινούργιας συλλογικής σύμβασης εργασίας ενώ αντίστοιχη προσαρμογή (σ.σ παλιά την λέγαμε και ΑΤΑ) γινόταν και στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων.
Τώρα, η κληρονομιά που μας άφησε η μνημονιακή περίοδος, δεν επιτρέπει ακόμη την αναπροσαρμογή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων ενώ για τις συντάξεις, οι αυξήσεις θα ξεκλειδώσουν από το 2023 και μόνο γι’ αυτούς που έχουν τη λεγόμενη θετική προσωπική διαφορά.