Με τις αγορές να εστιάζουν στο πότε θα ξεκινήσει η Federal Reserve να μειώνει το μέγεθος του ισολογισμού της, οι αναλυτές πιστεύουν ότι η εποχή της «ποσοτικής σύσφιξης» έχει ήδη αρχίσει.
Οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών φούσκωσαν μετά το χτύπημα της πανδημίας το 2020 αλλά με την ανάκαμψη των οικονομιών που ακολούθησε και την έξαρση του πληθωρισμού πάνω από τους στόχους των νομισματικών αρχών, οι κεντρικές τράπεζες ετοιμάζονται πλέον για μια αντιστροφή των προγραμμάτων αγορών ομολόγων.
Η προοπτική αύξησης των επιτοκίων από τον Μάρτιο και ποσοτικής σύσφιξης μετά από πλευράς Fed – συρρίκνωσης δηλαδή του ισολογισμού της από τα $8,8 τρισ. , επίπεδο όπου διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας – προκάλεσε διόρθωση στις αγορές.
Άλλες κεντρικές τράπεζες όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιθανότατα θα συνεχίσουν να προσθέτουν ρευστότητα φέτος, πολιτική που θα αντισταθμίσει μέρος της σύσφιξης. Το συμπέρασμα είναι ότι καθώς ο ρυθμός επέκτασης της συνολικής ρευστότητας που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες άρχισε να επιβραδύνεται από τα μέσα του 2021, η συρρίκνωση των ισολογισμών τους δεν αναμένεται πριν το τέλος του 2022 η το 2023.
Οι αναλυτές της BofA εκτιμούν πως οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα σταθεροποιήσουν τους ισολογισμούς τους αντί να τους συρρικνώσουν φέτος, παρόλο που ως ποσοστό του ΑΕΠ οι ισολογισμοί τους θα δουν μείωση από τα επίπεδα του 2021.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Pictet Asset Management, η Fed, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, η Τράπεζα της Αγγλίας, η κεντρική τράπεζα της Κίνας και η ελβετική κεντρική τράπεζα συνολικά θα επεκτείνουν τους ισολογισμούς τους κατά $600 δισ. τη φετινή χρονιά – ποσό πολύ χαμηλότερο του μέσου όρου των $1,8 τρισ. μετά την χρηματοοικονομική κρίση, όπως και των $2.6 τρισ. του 2021. Θα πρόκειται όμως για μεγέθυνση.
Ωστόσο, η πρόβλεψη μεγέθυνσης κατά $600 δισ. ενδέχεται να γυρίσει αρνητική αν η Fed αρχίσει την σύσφιξη ταχύτερα από ότι αναμένεται σήμερα.
Για τους παγκόσμιους επενδυτές, ένα ισχυρότερο δολάριο σημαίνει ότι οι πέντε μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου στην πραγματικότητα θα αποσύρουν περισσότερη τόνωση στο τελευταίο τρίμηνο από αυτή που προσέθεσαν το προηγούμενο τρίμηνο. Πιο απλά θα πρόκειται για την πρώτη μείωση σε τριμηνιαία βάση από την προ-πανδημίας περίοδο.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Pictet, το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης από τη Fed, οι αυξήσεις επιτοκίων και μετά η ποσοτική σύσφιξη θα σημάνουν άνοδο 4,7% στο σκιώδες πραγματικό επιτόκιο των ΗΠΑ στο -1,8% προς το τέλος του 2022. Το επιτόκιο αυτό αυξήθηκε 6% στον τελευταίο κύκλο νομισματικής σύσφιξης αλλά αυτό συνέβη πριν πέντε χρόνια, την περίοδο 2014-2019.
Με τους ισολογισμούς τω κεντρικών τραπεζών να έχουν γιγαντωθεί πάνω από τα $25 τρις, πολλοί αναλυτές εκτιμούν οτι ακόμα και μετά τη σύσφιξη η ρευστότητα θα παραμείνει μεγάλη και τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Ωστόσο, για τις αγορές που οδηγήθηκαν σε ιστορικά υψηλά, αυτό που θα έχει περισσότερη σημασία θα είναι η κατεύθυνση της διαδρομής.
Οι αρνητικές πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων προϊδεάζουν ότι το πάρτι θα συνεχιστεί αλλά, όπως παρατηρεί η Citi, οι ροές της τόνωσης των κεντρικών τραπεζών μειώνονται γρήγορα και οι αγορές «παρακολουθούν τις ροές και όχι τα επίπεδα».
Στην JP Morgan οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η υπερβάλλουσα προσφορά χρήματος – η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά χρήματος έναντι της ζήτησης χρήματος – υποχωρεί από τον Μάιο και η μείωση αυτή της υπερβάλλουσας ρευστότητας θα επιταχυνθεί φέτος. Υπολογίζουν ότι η αύξηση της προσφοράς χρήματος θα υποχωρήσει από τα $7,5 τρισ. ετησίως το 2021 στα $4,5 τρισ. το 2022 και στα $3 τρισ. το 2023, επιστρέφοντας τότε στο επίπεδο του 2010.