Του Χρήστου Κρίγκα*
Με το άρθρο 32 Ν.4172/2013 και από 1/1/2014 ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για:
α) Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας άνω των 10.000 ευρώ.
β) Αγορά επιχειρήσεων ή σύσταση ή αύξηση του κεφαλαίου επιχειρήσεων που λειτουργούν ατομικώς (εξαιρείται η αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα) ή με τη μορφή ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης ή ανώνυμης εταιρείας ή περιορισμένης ευθύνης εταιρείας ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας ή κοινωνίας ή κοινοπραξίας ή αστικής εταιρείας ή αγορά εταιρικών μερίδων και χρεογράφων γενικώς.
γ) Αγορά ή χρονομεριστική ή χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών ή κατασκευή δεξαμενής κολύμβησης. Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, εκτός εάν από έλεγχο προκύπτει μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό.
δ) Χορήγηση δανείων προς οποιονδήποτε. Σε πολλές περιπτώσεις οι φορολογούμενοι για κάλυψη τεκμηρίων απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή τεκμηρίων διαβίωσης επικαλούνται και δάνεια μεταξύ ιδιωτών, σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις (η σύμβαση δανείου να φέρει βέβαια χρονολογία θεωρημένη από αρχή, ότι το δάνειο έχει ληφθεί πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης κλπ).
ε) Η ετήσια δαπάνη για δωρεές, γονικές παροχές ή χορηγίες χρηματικών ποσών, εφόσον αυτά υπερβαίνουν ετησίως τα τριακόσια (300) ευρώ, εκτός από τις δωρεές προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του κράτους, και συγκεκριμένα ιδρύματα.
στ) Απόσβεση δανείων ή πιστώσεων οποιασδήποτε μορφής. Στο ποσό της δαπάνης αυτής περιλαμβάνεται και το ποσό των οικείων τόκων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τυχόν τόκοι υπερημερίας.
Είναι ξεκάθαρο ότι όλες οι παραπάνω περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει να δικαιολογούνται από ανάλογα εισοδήματα των φορολογουμένων.
Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος φορολογείται ανάλογα με την πηγή προέλευση της, είτε με την κλίμακα μισθωτών, είτε με την κλίμακα επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η ανωτέρω διαφορά μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα ο φορολογούμενος έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από τον φόρο, σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να ακολουθείται μια μεθοδολογία η οποία προϋποθέτει καλή γνώση του φορολογικού αντικειμένου.
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίνεται και στο άρθρο 21 του Ν.4172/2013 στην παράγραφο 4, όπου γίνεται λόγος για την αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας, συγκεκριμένα: «Κάθε προσαύξηση περιουσίας που προέρχεται από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή ή αιτία θεωρείται κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.» Μία ακόμη διάταξη από την οποία μπορεί να προκύψουν μεγάλα ποσά φόρων για τους φορολογουμένους.
Καταλήγοντας, πρέπει να αναφέρουμε ότι διατάξεις για επιβολή περιουσιολογίου έρχονται από παλιά από τον Ν.3842/2010 στο άρθρο 83, όμως η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών παρέμενε στην πάγια και δοκιμασμένη τακτική της επιβολής των τεκμηρίων απόκτησης και περιουσιακών στοιχείων και στην ετήσια αντικειμενική δαπάνη τους.
* Ο κ. Χρήστος Κρίγκας είναι Λογιστής-Φοροτεχνικός Σύμβουλος