Του Γιώργου Φιντικάκη
Χωρίς μείωση στους φόρους για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις στο 20% και ένα πιο ευέλικτο κράτος, δεν θα σταματήσει η σύνθλιψη της μεσαίας τάξης και της επιχειρηματικότητας, ούτε θα ενισχυθούν οι επενδύσεις, σύμφωνα με τις προτάσεις που παρουσιάστηκαν από το βήμα της εκδήλωσης του ΚΕΦίΜ «Ελλάδα 2021».
Ταυτόχρονα όμως χρειάζεται ένα μικρότερο, και πιο επιτελικό κράτος, με αναδιοργάνωση Δημοσίου, στέγαση των υπηρεσιών του σε δικά του ακίνητα, μείωση δαπανών και μισθολογικού κόστους, όπου αυτό χρειάζεται, και φυσικά διαπραγμάτευση για τους στόχους των πλεονασμάτων.
Σε αυτονόητες προτάσεις σαν αυτές, στηρίζονται οι έρευνες για τη μεταρρύθμιση στους φόρους και στα δημοσιονομικά που επεξεργάστηκαν οι Π. Λιαργκόβας και Μ. Ξαφά στο πλαίσιο της εκδήλωσης του ΚΕΦίΜ.
Στο σκέλος της φορολογικής μεταρρύθμισης προτείνεται η μείωση στον φόρο εισοδήματος από 22%-55% σήμερα, στο 20% για όλους τους φορολογούμενους και με αφορολόγητο όριο περίπου 5.682 ευρω για εισοδήματα μέχρι 20.000 ευρώ, όπως προβλέπεται να ισχύσει από το 2020. Ταυτόχρονα για να πάψει να στενάζει η επιχειρηματικότητα από την υπερφορολόγηση , και να πάρει μπροστά η ιδιωτική κατανάλωση, απαιτούνται μειώσεις στο φόρο επιχειρήσεων από 29% σε 20%, στο βασικό συντελεστή ΦΠΑ από 24% στο 20%, όπως και των χαμηλών (από 13% σε 11%, και από 6% σε 5%) και κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, όπως και των φόρων που βαρύνουν την κατοχή και μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας.
«Το κράτος θα χάσει από αυτή τη μείωση φόρων γύρω στα 6,7 δισ ευρώ,», όπως σημείωσε ο καθηγητής του Π.Πειραιά Π.Λιαργκόβας, παραθέτοντας ωστόσο τα πολλαπλάσια οφέλη, όπως η εκτιμώμενη ενίσχυση κατά 3,5 δισ. του ΑΕΠ, 3,7 δισ. της ιδιωτικής κατανάλωσης, 1 δισ. των παγίων επενδύσεων, 2,7 δισ. των εισαγωγών, και σε δημιουργία 34.700 νέων θέσεων εργασίας εντός τετραετίας.
Η μοναξιά της Ελλάδας
Η δραστική μείωση της φορολογίας θα είναι και ένα από τα τρία πρώτα νομοσχέδια της ΝΔ, όπως επισήμανε ο βουλευτής Κορινθίας Χρ. Δήμας, θυμίζοντας ταυτόχρονα ότι το 2017 η Ελλάδα κατείχε την 87η θέση ανάμεσα σε 130 χώρες σύμφωνα με το World Economic Forum.
Αντίστοιχα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών στην Εφορία έχουν σκαρφαλώσει στα 104 δισ ευρω, και φτάσουν πλέον τα 125 δις ευρώ μαζί και με τα χρέη από εισφορές, ενώ δείγμα της μοναχικής πορείας της χώρας είναι ότι ενώ η παγκόσμια τάση είναι η μείωση στους φόρους, σε εμάς τα τελευταία χρόνια αυτοί αυξάνονται συνεχώς.
Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, το μηνιαίο εισόδημα για τα νοικοκυριά διαρκεί λιγότερου του μήνα, οι Έλληνες είναι οι πλέον απογοητευμένοι στην Ευρώπη, το Δημόσιο συνεχίζει να χρωστά στους ιδιώτες, οι υποδομές απαξιώνονται συνεχώς, και η υπερφορολόγηση ποινικοποιει την εργασία.
«Στην Ελλάδα ζούμε ακόμη στο μεσαίωνα, όταν αλλού ζουν ήδη στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση», είπε ο κ. Δήμας, φέροντας ως παράδειγμα την Εσθονία, «όπου μόνο τέσσερα πράγματα δεν γίνονται ηλεκτρονικά : Ο γάμος, το διαζύγιο, η αγορά ακινήτου, και η ηλεκτρονική ταυτότητα».
Μικρό και ευέλικτο κράτος
Δίχως πάντως ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, με αναδιοργάνωση Δημοσίου, στέγαση των υπηρεσιών του σε δικά του ακίνητα, μείωση δαπανών και μισθολογικού κόστους, όπου αυτό χρειάζεται, και φυσικά διαπραγμάτευση για τους στόχους των πλεονασμάτων, δεν πρόκειται να διατηρηθεί στο μέλλον η δημοσιονομική εξισορρόπηση, σύμφωνα με τον Π. Λιαργκόβα.
Στην πρόταση του ξεχωρίζουν οι συγχωνεύσεις δημοσιονομικών θεσμών, προϋπολογισμός προγραμμάτων και όχι ανά υπουργείο, και φυσικά η αλλαγή δημοσιονομικού μείγματος καθώς στο 3ο μνημόνιο το 90% των μέτρων αφορούσε φόρους
Στο σενάριο που γίνουν κάποια από τα παραπάνω, μαζί με δράσεις όπως υιοθέτηση προυπολογισμού προγραμμάτων και επέκταση της επισκόπησης δαπανών (psending review) στις κεντρικές υπηρεσίες του κράτους, τότε θα μπορούσε να προκύψει ένα μικρότερο, πιο ευελικτο και αποτελεσματικό κράτος, εξοικονόμηση δαπανών 2,2 δισ ευρώ ετησίως, ρυθμοί ανάπτυξης 3%, βελτίωση της επίδοσης της Ελλάδας στο Δείκτη Αποτελεσματικότητας του Δημόσιου από 0,5 σήμερα στο 4 με άριστα το 10, όπως και στον δείκτη Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, ώστε να περιληφθεί στις 50 πρώτες χώρες του δείκτη.