Η Renault πούλησε το πλειοψηφικό της μερίδιο στη ρωσική αυτοκινητοβιομηχανία Avtovaz, κατασκευάστρια των Lada, σε ρωσικό επιστημονικό ινστιτούτο, δήλωσε τη Δευτέρα η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία, προσθέτοντας ότι η συμφωνία περιελάμβανε εξαετές δικαίωμα εξαγοράς του μεριδίου. Την ίδια ώρα, η Μόσχα ανακοίνωνε ότι μετά την αποχώρηση της Γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας, τα περιουσιακά της στοιχεία στη ρωσική επικράτεια θα γίνουν κρατικά.
«Υπογράφησαν συμφωνίες για τη μεταφορά των ρωσικών μετοχών του ομίλου Renault στη Ρωσική Ομοσπονδία και στην κυβέρνηση της Μόσχας», ανέφερε χαρακτηριστικά το Υπουργείο Βιομηχανίας και Εμπορίου της Ρωσίας σε ανακοίνωση του σήμερα σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η πιο εκτεθειμένη στη ρωσική αγορά δυτική αυτοκινητοβιομηχανία, η Renault, από την πλευρά της, στη δική της ανακοίνωση ανέφερε ότι η συμμετοχή της σχεδόν στο 67,69% στην Avtovaz θα πωληθεί στο Ρωσικό Κεντρικό Ινστιτούτο Έρευνας και Ανάπτυξης Αυτοκινήτων και Κινητήρα, που ονομάζεται Nami.
«Το κλείσιμο αυτών των συναλλαγών δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση και έχουν ληφθεί όλες οι απαιτούμενες εγκρίσεις», πρόσθεσε, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Το 100% των μετοχών της στη Renault Ρωσίας θα πάει στην πόλη της Μόσχας. «Σήμερα, λάβαμε μια δύσκολη αλλά απαραίτητη απόφαση και κάνουμε μια υπεύθυνη επιλογή απέναντι στους 45.000 υπαλλήλους μας στη Ρωσία», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος, Λούκα ντε Μέο. Η κίνηση αυτή διατηρεί την απόδοση του ομίλου και την ικανότητά του να επιστρέψει στη χώρα στο μέλλον σε διαφορετικό πλαίσιο, πρόσθεσε.
Τον Μάρτιο η Renault δήλωσε ότι θα αναστείλει τη λειτουργία της στο εργοστάσιο εν μέσω αυξανόμενων πιέσεων για τη συνεχιζόμενη παρουσία της εκεί από την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Η εταιρεία, η οποία ανήκει κατά 15% στο γαλλικό κράτος, επιβεβαίωσε μια μη ταμειακή απομείωση ύψους σχεδόν 2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ (2,29 δισεκατομμύρια δολάρια) για να αντικατοπτρίζει το πιθανό κόστος της αναστολής των εργασιών στη Ρωσία.
Περισσότερες από 400 εταιρείες έχουν αποσυρθεί από τη Ρωσία από τότε που εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου, αφήνοντας πίσω περιουσιακά στοιχεία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.