Στο στόχαστρο ξένων και Ελλήνων επενδυτών βρίσκεται, ύστερα από πολλά χρόνια, η κτηματαγορά, με τις επενδύσεις σε σχεδόν όλες τις κατηγορίες ακινήτων να εντείνονται. Οι αποτιμήσεις που παραμένουν χαμηλές και οι υψηλές αποδόσεις τουλάχιστον σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, όπως και η σημαντική βελτίωση του κλίματος στην ελληνική οικονομία έχουν οδηγήσει τους επενδυτές να ανοίξουν το…πουγκί.
Με τα δεδομένα αυτά, υφιστάμενοι και νέοι παίκτες ενισχύουν το αποτύπωμά τους στο ελληνικό real estate. Τι περιλαμβάνουν οι σημαντικότερες επενδυτικές «κινήσεις»;
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Lamda Development και την επένδυση ύψους 8 δισ. ευρώ, χάρη στην οποία θα έρθουν τα πάνω-κάτω στην ελληνική αγορά ακινήτων. Αυτό σημαίνει πρακτικά, την «ενεργοποίηση» τεχνικών εταιριών, αρχιτεκτονικών και μελετητικών γραφείων, σε συνέχεια της έναρξης υλοποίησης της πρώτης φάσης των έργων που έχουν προϋπολογισμό της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ.
Το βαθύ αποτύπωμα του έργου και το ύψος των κεφαλαίων που θα κινητοποιηθούν μέσω μόχλευσης, γίνονται αντιληπτά, εάν ληφθεί υπόψη ότι στο Ελληνικό θα κατασκευαστούν 1.400 κατοικίες, ουρανοξύστης που θα αποτελείται από 200 διαμερίσματα, 1.000 περίπου δωμάτια 3 ξενοδοχείων, ξενοδοχείο 5 αστέρων 270 δωματίων στη μαρίνα, παραθαλάσσιο πολυτελές ξενοδοχείο 170 δωματίων, δύο εμπορικά κέντρα, αθλητικές εγκαταστάσεις και το μεγαλύτερο τμήμα του μητροπολιτικού πάρκου.
Με άλλα λόγια, σε πέντε χρόνια θα κατασκευαστούν σε μία μόνο περιοχή, στην έκταση του πρώην αεροδρομίου όσα δεν είχαν γίνει τα τελευταία δέκα χρόνια σε ολόκληρη την Αττική.
Εμμέσως, το έργο κινητοποιεί κι άλλες μικρότερες επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας. Αυτή τη στιγμή, στα Νότια Προάστια μικρομεσαίες τεχνικές εταιρίες, αλλά και μεγαλύτεροι παίκτες με διαχρονική πορεία στο real estate κατασκευάζουν πολυτελή συγκροτήματα κατοικιών και διαμερισμάτων.
Με την αγορά να έχει «ξυπνήσει» δεν είναι τυχαίο που αυτή τη στιγμή, περισσότερα από 30 καινούργια, υπό κατασκευή κτίρια κατοικιών, σε μία απόσταση από την Λεωφόρο Ποσειδώνος στη Γλυφάδα μέχρι και το Ασκληπιείο Βούλας.
H λίστα των επενδυτών περιλαμβάνει τη Grivalia, που έχει αναλάβει το έργο της ανάπλασης των Αστεριών Γλυφάδας, όπου θα δημιουργηθεί το πρώτο υβριδικό ξενοδοχείο της αλυσίδας One & Only, αποτελώντας επένδυση 60 εκατ. ευρώ. Και το συγκεκριμένο έργο περιλαμβάνει την κατασκευή κατοικιών, οι οποίες, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, έχουν, ήδη, πωληθεί (από τα σχέδια).
Στις εταιρείες που έχουν ενισχύσει τις επενδύσεις τους στην ελληνική αγορά ανήκουν η Dimand που κατασκευάζει δύο υψηλών προδιαγραφών κτίρια γραφείων στο Μαρούσι, ενώ πρόκειται να δημιουργήσει μία ακόμη ανάπτυξη, από κοινού με τη Grivalia, στην Αθήνα.
Εκτός όμως, από τις εταιρείες ανάπτυξης και γενικότερα τους επενδυτές που υλοποιούν έργα από το μηδέν (green field), σημαντική ρευστότητα αντλούν και οι επενδυτικές εταιρείες ακινήτων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Prodea Investments, η οποία προχωρά στην έκδοση ομολόγου, ύψους 300 εκατ. ευρώ, που έχει ως στόχο τη χρηματοδότηση των επενδύσεών της στην ενεργειακή αναβάθμιση των ακινήτων του χαρτοφυλακίου της.
Τα κεφάλαια του ομολόγου, σε συνδυασμό με τη ρευστότητα που προέρχεται από την οργανική δραστηριότητα της Prodea, δηλαδή τη διαχείριση ακινήτων, αλλά και την πώληση ιδιοκτησιών, καλύπτουν το επενδυτικό πρόγραμμα των επόμενων δύο-δυόμισι χρόνων, όπως σημείωσε, χθες, στη γενική συνέλευση της εταιρείας ο διευθύνων σύμβουλος Άρης Καρυτινός.
Η εταιρεία προγραμματίζει επενδύσεις 400 εκατ. ευρώ, ενώ φέτος σχεδιάζει να επενδύσει 50 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση του χαρτοφυλακίου της με αποθηκευτικούς χώρους επιφάνειας 75.000 τετραγωνικών μέτρων.
Οι αναλυτές αναφέρουν ότι το παράδειγμα της Prodea θα ακολουθήσουν και άλλες εταιρείες στο χώρο του real estate εξαιτίας όχι μόνο των προοπτικών που υπάρχουν στο συγκεκριμένο κλάδο, αλλά και λόγω της ύπαρξης ρευστότητας ιδίως από θεσμικούς επενδυτές.
Από την πλευρά της η Premia, προχωράει σε αύξηση κεφαλαίου, έως 75 εκατ. ευρώ με εισφορά σε μετρητά και σε είδος, δηλαδή ακίνητα, αλλά και με ιδιωτική τοποθέτηση. Η εταιρεία, ύστερα από την απόκτηση του ελέγχου της από τη σουηδική Sterner Stenhus, έχει θέσει τον πήχη της αξίας του χαρτοφυλακίου της στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ.