Η υπεροφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων και των οργανωμένων επιχειρήσεων εξακολουθεί να στραγγαλίζει την οικονομική δραστηριότητα, με τα νοικοκυριά να υφίστανται συνεχή μείωση στο διαθέσιμο εισόδημά τους, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του.
Όπως επισημαίνει και το ΔΝΤ στην ετήσια έκθεσή του, η λύση βρίσκεται στη μείωση της φορολόγησης και όχι στην περαιτέρω αύξησή της και στον εξορθολογισμό του φορολογικού βάρους ώστε να μην επηρεάζονται αρνητικά οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, αναφέρει ο ΣΕΒ.
Το ΔΝΤ εστιάζει σε τέσσερις πολιτικά ενοχλητικές αλήθειες:
1) Στα δημοσιονομικά απαιτείται αλλαγή στο μίγμα πολιτικής με στοχευμένη μείωση του αφορολογήτου ορίου καθώς και του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή να επεκταθεί η φορολογική βάση μέσω πάταξης της φοροδιαφυγής ώστε να αντιστραφεί η υπερφορολόγηση που εμποδίζει την ανάκαμψη και να περιορισθεί ο αριθμός των εν δυνάμει φορολογουμένων που δεν πληρώνει φόρο (είναι το 50% του συνόλου σήμερα).
2) Το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος, ακόμη και μετά την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διαμορφώνεται σε 10 π.μ του ΑΕΠ και συνεπώς πρέπει να μειωθεί περαιτέρω για να υπάρξει δημοσιονομικός χώρος ώστε να καταπολεμηθεί η επίπτωση της ανεργίας και της φτώχειας στο βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού και να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες, κυρίως στον τομέα της υγείας.
3) Πρέπει να αντιμετωπισθούν κατά προτεραιότητα τα προβληματικά δάνεια και να αρθούν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων για να επιστρέψει η ρευστότητα στην αγορά, καθώς και να επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας.
4) Τέλος, δεν μπορεί να αφεθεί η βιωσιμότητα του χρέους στην αβέβαιη επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης χωρίς ρύθμιση του χρέους, και, ταυτόχρονα, να διατηρούνται πρωτογενή πλεονάσματα 3.5 π.μ του ΑΕΠ στο διηνεκές, όταν η ανεργία αναμένεται να κυμανθεί σε διψήφιο επίπεδο μέχρι τα μέσα του αιώνα!
Είναι εκ των πραγμάτων σημαντικό οι δανειστές να βρουν μεταξύ τους τη λύση στο ζήτημα του χρέους. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Είναι απολύτως αναγκαίο η χώρα να επιδιώξει την εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου φυγής προς τα εμπρός. Κανείς δεν γνωρίζει εάν και πότε θα έρθει ανάπτυξη, και πόσο ισχυρή θα είναι, καθώς και ποιο είναι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση.
Κατ' ελάχιστον, η χώρα θα πρέπει να επιδείξει διατηρήσιμη δημοσιονομική πειθαρχία, ακόμη και με μικρά αλλά σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς και αξιοπιστία στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, ώστε να μπορέσει, μια ώρα αρχίτερα, να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές. Όλα τα άλλα έπονται.
Έτσι και αλλιώς, οι αγορές θα αποφανθούν, με τι επιτόκια θα μας δανείζουν, για το ύψος του απαιτούμενου πρωτογενούς πλεονάσματος και για το αν ή όχι το χρέος είναι βιώσιμο. Η επιδίωξη προθύστερης ρύθμισης του χρέους είναι προφανώς επιθυμητή, σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο των προσπαθειών νοικοκυρέματος της οικονομίας που στηρίζονται στις δικές μας δυνάμεις. Και αυτό είναι που θα αξιολογήσουν θετικά οι αγορές, πέραν της όποιας ελάφρυνσης του χρέους. Ας τολμήσουμε, επιτέλους!
Η πορεία των φορολογικών εσόδων στο 8μηνο εμφανίζει σημαντική αύξηση, αν εξαιρέσουμε την επίπτωση της καθυστερημένης εκκαθάρισης του ΕΝΦΙΑ. Την ίδια περίοδο η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Η αύξηση των καταθέσεων τον Αύγουστο αποδίδεται κυρίως στις επιχειρήσεις, στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους. Επίσης, η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών συμπίπτει με την καταβολή οφειλόμενων εφάπαξ συνταξιούχων του δημοσίου.
Τέλος, η έκθεση για την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα του World Economic Forum για το 2016-2017 καταγράφει για την Ελλάδα μια υποχώρηση στην 86η θέση, από την 81η πέρυσι. Η εξέλιξη αυτή, οφείλεται περισσότερο στην κακή μακροοικονομική κατάσταση, παρά σε μια σημαντική επιδείνωση των επιδόσεων της οικονομίας σε επιμέρους πεδία. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παραμένουν σημαντικές αδυναμίες, όχι μόνο στο επίπεδο θεσμών αλλά και σε ζητήματα όπως το επίπεδο πρόσβασης σε χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις, την υπερφορολόγηση και τη μη προώθηση ή και υποχώρηση μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη, η χώρα συνεχίζει να έχει, μεταξύ άλλων και παρά τις αναμενόμενες απώλειες λόγω της κρίσης, ικανό προσωπικό, επιχειρήσεις που μετασχηματίζονται με ρεαλισμό και καλά κέντρα έρευνας. Τα πεδία στα οποία πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της η κυβέρνηση είναι η βελτίωση της ποιότητας των ασκούμενων πολιτικών, η μείωση της αβεβαιότητας και η αποκατάσταση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, ώστε να αξιοποιηθούν τα πλεονεκτήματα της χώρας.