Όσο εμποδίζεται να αναπτυχθεί η παραγωγική οικονομία τόσο θα διατηρείται ένα στρεβλό αναπτυξιακό πλαίσιο που στηρίζεται στην κατανάλωση και τις εισαγωγές, τονίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του, ασκώντας κριτική στον προϋπολογισμό του 2019 που κατέθεσε η κυβέρνηση αλλά και στη μεταμνημονιακή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Η πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκαλεί προβληματισμό, αλλά και ανησυχία στις αγορές κεφαλαίων, στις οποίες αργά ή γρήγορα, η Ελλάδα θα κληθεί να προσφύγει για να ανανεώσει, όταν λήξουν, τα χαμηλότοκα δάνεια των "θεσμών"», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο ΣΕΒ, εξηγώντας ότι «η απουσία του κατάλληλου φιλοεπενδυτικού μίγματος πολιτικής, ως αναγκαίας και ικανής προϋπόθεσης για την ανάπτυξη της οικονομίας, δεν φαίνεται όμως να προβλημάτισε τους συντάκτες της έκθεσης, που δεν έχει σχεδόν τίποτα να πει για τις ιδιωτικές επενδύσεις, πέραν της διαπίστωσης ότι οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65% τη δεκαετία 2007-2017, κι ότι οι καθαρές επενδύσεις σήμερα είναι ακόμη αρνητικές (δηλ. οι νέες επενδύσεις δεν καλύπτουν καν τις αποσβέσεις που γίνονται), μειώνοντας, έτσι, το απόθεμα πάγιου κεφαλαίου στη χώρα».
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «η αναθεώρηση του μέτρου μείωσης της φορολογίας επιχειρήσεων και μερισμάτων από 1/1/2019 και η αναπομπή του στο μέλλον συμβαδίζει με μια πολιτική επέκτασης καταναλωτικών δαπανών και συνεχή αφαίμαξη πόρων από την ιδιωτική οικονομία, μέσω της υπερφορολόγησης. Όσο όμως εμποδίζεται η παραγωγική οικονομία να αναπτυχθεί τόσο θα διατηρείται ένα στρεβλό αναπτυξιακό πλαίσιο που στηρίζεται στην κατανάλωση και τις εισαγωγές».
Ωστόσο «τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους μέχρι το 2060, δεν εμποδίζουν κατ΄ ανάγκη την δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για ισχυρότερη ανάπτυξη, ιδίως με την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων», συνεχίζει το δελτίο του ΣΕΒ, «συνεπώς, είναι επιτακτικός στόχος πολιτικής να βρεθεί αυτός ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργήσει κίνητρα για καλά αμειβόμενη εργασία, επιχειρηματικότητα, φορολογική συμμόρφωση, αποταμίευση, καινοτομία και προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συνεργαστούν η Ελληνική κυβέρνηση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί».
Ο Σύνδεσμος καταλήγοντας τονίζει χαρακτηριστικά ότι «το σημερινό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής έχει ημερομηνία λήξεως, καθώς βασίζεται στην υπερφορολόγηση της ιδιωτικής οικονομίας και στη μείωση επενδυτικών, αλλά και τρεχουσών δαπανών αναπτυξιακού χαρακτήρα. Επισημαίνει ότι «η μείωση του αφορολογήτου μπορεί να χρηματοδοτήσει ένα μείγμα μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και αύξησης των επιστροφών φόρων για οικογένειες με παιδιά», προσθέτοντας ότι «παράλληλα, είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για τη βελτίωση των υπηρεσιών δημοσίων αγαθών που προσφέρει το κράτος στους πολίτες, περιλαμβανομένης και της αύξησης του όγκου και της αποτελεσματικότητας των δημοσίων επενδύσεων».