Η δημόσια περιουσία αξίζει μια καλή διαχείριση, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, το οποίο εστιάζει στη συζήτηση για το πλαίσιο πολιτικής, αρχών και κανόνων που θα έπρεπε να διέπει την αξιοποίηση των δημόσιων πόρων.
Όπως αναφέρεται στο δελτίο, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που από την αρχή της κρίσης συνοδεύει τα 3 Μνημόνια, ουδέποτε τέθηκε σε ένα σοβαρό πλαίσιο ανάλυσης και αξιολόγησης της οικονομικής του αποτελεσματικότητας. Τονίζεται ότι "επείγει να προτάξουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και την εισροή σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας ως βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας".
Η έντονη δημόσια συζήτηση γύρω από τις τηλεοπτικές άδειες και το αναμφίβολα υψηλό τίμημα που συγκεντρώθηκε μέσα από τη δημοπρασία τους ανοίγει εκ νέου τη συζήτηση για το πλαίσιο πολιτικής, αρχών και κανόνων που θα έπρεπε να διέπει την αξιοποίηση των δημόσιων πόρων.
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που από την αρχή της κρίσης συνοδεύει τα 3 Μνημόνια, ουδέποτε τέθηκε σε ένα σοβαρό πλαίσιο ανάλυσης και αξιολόγησης της οικονομικής του αποτελεσματικότητας. Η θεσμική υστέρηση που χαρακτηρίζει διαχρονικά το Ελληνικό κράτος και το έλλειμμα εμπιστοσύνης που αυτή γεννά έναντι των 3 εξουσιών μετέτρεψαν δυστυχώς το μείζον ζήτημα που αφορά στη βέλτιστη δυνατή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας –το οποίο και συνδέεται άμεσα με την ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας- σε «τρόπαιο» πολιτικής εκμετάλλευσης μεταξύ των κομμάτων.
Έτσι βλέπουμε να απαξιώνονται σε πολλές περιπτώσεις περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου λόγω των καθυστερήσεων που προκαλεί στις ιδιωτικοποιήσεις η πολιτική τριβή με αποτέλεσμα να πωλούνται «για ένα κομμάτι ψωμί» και σε άλλες να επικρατεί ως σημαντικότερο κριτήριο το τίμημα της αποκρατικοποίησης χωρίς να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τυχόν στρεβλώσεις που προκαλούνται στην αγορά από τον πλημμελή σχεδιασμό.
Για τον ΣΕΒ είναι σαφές ότι η ορθή αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με ξεκάθαρους και σταθερούς κανόνες και όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας, τόσο για τα έσοδα του Δημοσίου, όσο και για τη λειτουργία των αγορών, μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας. Επείγει να προτάξουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και την εισροή σημαντικών επενδυτικών κεφαλαίων και τεχνογνωσίας ως βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό να συμβεί με τη δέουσα νηφαλιότητα αφού πρώτα αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα από το τι δούλεψε και τι όχι την περασμένη εξαετία.
Η στασιμότητα των εξαγωγών χωρίς πετρελαιοειδή και η εκ νέου υποχώρηση του εμπορικού στόλου είναι συμβατές με την εικόνα παρατεταμένης αναμονής της οικονομίας.
Η σημερινή λειτουργία των δημόσιων σχολείων τελικά αποβαίνει εις βάρος των παιδιών καθώς συντηρεί και ενισχύει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Η πραγματική κρίση της χώρας δεν είναι οικονομική, είναι οι ανεκπλήρωτες δυνατότητες και η χαμένη ευτυχία των παιδιών και η αιτία αυτής της κρίσης οφείλεται εν πολλοίς στην απουσία αξιολόγησης και αυτονομίας στο σχολείο και την δημόσια παιδεία ευρύτερα.
Αντί να προσπαθήσει το Υπουργείο Παιδείας να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για το δημόσιο σχολείο από τις επιδόσεις και τον τρόπο οργάνωσης των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων της χώρας, προωθεί νομοθετικές παρεμβάσεις που περιορίζουν σημαντικά την ελευθερία και την αξιολόγηση των ιδιωτικών σχολείων.
Στοχεύει, δηλαδή, ακριβώς στον περιορισμό του δίπτυχου ελευθερίας και αξιολόγησης, που αποτελεί τη βάση της ποιοτικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού προϊόντος στο κάθε σχολείο. Κοινώς αντί να προσπαθεί να φτάσει το δημόσιο σχολείο στο επίπεδο του καλού ιδιωτικού, επιχειρεί το αντίθετο, ενώ όλοι πλέον γνωρίζουν ότι αυτό αποβαίνει εις βάρος όχι μόνο των παιδιών αλλά τελικά και των εκπαιδευτικών που χάνουν την ευκαιρία να προσφέρουν όσα θα ήθελαν.
Αξιοπιστία, ανάπτυξη και δημόσια περιουσία
Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι ένα κορυφαίο ζήτημα, όχι μόνο λόγω της δυνητικής συνεισφοράς της στη μείωση των δημοσιονομικών προκλήσεων της χώρας. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη στη χώρα μας περιπτώσεων στις οποίες δημόσιοι πόροι ουσιαστικά χαρίζονται ή απαξιώνονται από ανεπαρκή διαχείριση (για την οποία κανείς ποτέ δεν έχει λογοδοτήσει) και περιπτώσεων κατά τις οποίες μια μυωπική προσέγγιση στοχεύει στη μεγιστοποίηση ενός τιμήματος, παραβλέποντας έμμεσες επιπτώσεις, υπογραμμίζει τις διαχρονικές αδυναμίες στη διαχείριση των δημοσίων πόρων. Αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ενός πλαισίου κανόνων που έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, καθώς και την ικανότητα της διοίκησης να εφαρμόσει ένα τέτοιο πλαίσιο με σύστημα, αξιοπιστία και συνέπεια.
Να γίνει το δημόσιο σχολείο σαν το ιδιωτικό, όχι το αντίθετο
Η σημαντική υποβάθμιση των δημόσιων αγαθών της Παιδείας και της Υγείας από το 2010 έως σήμερα, ως αποτέλεσμα των αναπόφευκτων δημοσιονομικών περιορισμών που επέβαλε η κρίση χρέους, έχουν επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη κακή σχέση ανταποδοτικότητας μεταξύ των φόρων που πληρώνουν οι Έλληνες πολίτες και των υπηρεσιών που τους παρέχει το ελληνικό κράτος. Στόχος της Ελληνικής Πολιτείας σε αυτό το ασφυκτικά στενό πλαίσιο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής σε όλα τα πεδία που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των πολιτών, θα έπρεπε να είναι η διαρκής προσπάθεια για την όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική οργάνωση και διαχείριση των πόρων που διαθέτουν τόσο το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και στο δημόσιο σύστημα υγείας. Σε αυτή την προσπάθεια ο ιδιωτικός τομέας θα είχε σίγουρα να προσφέρει πολλά χρήσιμα παραδείγματα.
Αντ'' αυτού, δυστυχώς, το Υπουργείο Παιδείας αντί να προσπαθεί να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για το δημόσιο σχολείο από τις επιδόσεις και τον τρόπο οργάνωσης των καλών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων στη χώρα μας, προωθεί νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως αυτές που πρόσφατα έγιναν νόμος του κράτους, που περιορίζουν σημαντικά την ελευθερία και την αξιολόγηση των ιδιωτικών σχολείων. Στοχεύει, δηλαδή, ακριβώς στον περιορισμό του δίπτυχου ελευθερίας και αξιολόγησης, που αποτελεί τη βάση της ποιοτικής βελτίωσης του εκπαιδευτικού προϊόντος στο ιδιωτικό σχολείο. Κοινώς, αντί να προσπαθεί να βελτιώσει το επίπεδο του δημόσιου σχολείου στο επίπεδο των καλών ιδιωτικών, επιχειρεί το αντίθετο.