«Η χώρα εισέρχεται σε νέα υφεσιακή τροχιά, που ελπίζουμε ότι θα είναι η τελευταία. Και υπάρχουν κάποια εχέγγυα προς αυτή τη κατεύθυνση, όπως είναι η υιοθέτηση, ήδη από σήμερα, όλων των μέτρων προσαρμογής για την επόμενη τριετία», επισημαίνει ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο του, από το οποίο δεν λείπουν και αιχμές κατά της κυβέρνησης.
«Μόνον έτσι θα διαφυλαχθεί, κατά το δυνατόν, η κοινωνική ειρήνη και θα μπορέσει η οικονομία να βρει το δρόμο της, ιδίως εάν αντισταθμισθούν με επιτυχία οι υφεσιακές επιπτώσεις της ακραίας υπερφορολόγησης και δοθεί ένας ορίζοντας σταδιακής μείωσης των φόρων, μόλις βελτιωθούν τα δημοσιονομικά μεγέθη», τονίζεται στο δελτίο.
Είναι σαφές, κατά τον ΣΕΒ, «ότι η χώρα έχει χάσει κάθε αξιοπιστία έναντι των εταίρων και δανειστών μας, με δεδομένη την μεταχείριση που μας επιφυλάχθηκε όσον αφορά στην εφαρμογή όλων των προαπαιτούμενων, πριν εκταμιευθεί η δόση. Δυστυχώς οι προτάσεις ελάφρυνσης του χρέους δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις επιδιώξεις της χώρας μας, ώστε να αποκτήσει ένα σταθερό οικονομικό ορίζοντα για τα επόμενα χρόνια, αφού οι Ευρωπαίοι μετέθεσαν την οριστική λύση για το 2018, δηλ. μετά τις εθνικές εκλογές της Γερμανίας και της Γαλλίας».
«Είναι κρίμα που η Ελλάδα έχει κατρακυλήσει τόσο χαμηλά», επισημαίνεται χαρακτηριστικά. «Οι απαξιωτικές εκφράσεις που περιέχονται στη δήλωση του Eurogroup της 24-25/5/2016 καθώς και η δημιουργία του Ταμείου Δημόσιας Περιουσίας μόνο θλιβερές σκέψεις μπορούν να προκαλέσουν, αφού, όπως λέει ο Σπινόζα "όταν απαιτείς σεβασμό από τους άλλους, πρέπει πρώτα να σέβεσαι τον εαυτό σου". Το μάθημα που μας έδωσαν οι Ευρωπαίοι τον τελευταίο χρόνο θα μας είναι χρήσιμο αν μας ωθήσει να κτίσουμε ξανά μια εθνική αυτοπεποίθηση και περηφάνεια που θα μας βγάλει από το τέλμα της αδράνειας και της αναξιοπιστίας. Γιατί οι Έλληνες αξίζουμε καλύτερη μοίρα και πρέπει όλοι μαζί, πολιτικοί και πολίτες, εργοδότες και εργαζόμενοι να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε με ειλικρίνεια και συνέπεια.
Πέρασαν ανεπιστρεπτί οι εποχές που ο λαός ζούσε με ψέμματα κι αυταπάτες. Τώρα ο κόσμος θέλει δουλειές, αξιοπρέπεια, σταθερότητα, ασφάλεια και προοπτική για το μέλλον του, που μόνο η σωστή εφαρμογή του προγράμματος και προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων μπορούν να εξασφαλίσουν. Και δεν επιτρέπεται να λέγονται φράσεις από επίσημα χείλη, όπως αυτές περί προθέσεων του ΣΕΒ να περικόψει τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, ή ότι τα βάρη να μετακυλισθούν στους "μενουμευρωπαίους" ή να γίνονται μελέτες περί του "χαμηλού κόστους" μιας αποδεδειγμένα αντιπαραγωγικής και αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης».
Παράλληλα, «εξαγωγές, βιομηχανική παραγωγή και αγορά εργασίας συνεχίζουν να δείχνουν αντιστάσεις εν μέσω αποπληθωρισμού, οι εξελίξεις στον τουρισμό δεν είναι ενδεικτικές καθώς ξεκινάει η καλοκαιρινή περίοδος και οι ιδρύσεις και διαγραφές επιχειρήσεων σταθεροποιούνται αλλά σε αδύναμα επίπεδα. Η πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού καταγράφει ακόμα τις αυξήσεις φόρων και εισφορών του 2015, εν αναμονή της επίπτωσης των νέων φορολογικών μέτρων και στους άλλους κωδικούς εσόδων. Οι εξελίξεις στην αγορά αυτοκινήτου δείχνουν ότι η αγορά ήδη ενσωματώνει τα νέα μέτρα».
Ο Σύνδεσμος καταλήγει επισημαίνοντας ότι «η άποψη του ΔΝΤ για τη χώρα μας δεν είναι καλύτερη από εκείνη των Ευρωπαίων εταίρων μας. Στην πλέον πρόσφατη άσκηση βιωσιμότητας χρέους που έδωσε στη δημοσιότητα, μεταξύ άλλων, δεν προβλέπεται πλέον ότι η Ελλάδα μπορεί να αναπτυχθεί με τους ρυθμούς των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Έτσι, καθώς το Ταμείο θεωρεί την Ελλάδα μη δεκτική μεταρρυθμίσεων, γίνεται η υπόθεση ότι η Ελλάδα, ως θεσμικά αδύναμη χώρα, θα υπερφορολογεί μια περιορισμένη βάση παραγωγικού κεφαλαίου και εργασίας, θα λειτουργεί αναδιανεμητικά μέσω ενός στρεβλού ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος αποθαρρύνοντας την ανάπτυξη και την εργασία στον ιδιωτικό τομέα και δεν θα προσφέρει καν ένα αντίβαρο μέσω μεταρρυθμίσεων.
Έτσι, προβλέπεται για την Ελλάδα χαμηλή ανάπτυξη και υψηλή ανεργία τουλάχιστον για τον επόμενο μισό αιώνα. Συνεπώς, κατά το ΔΝΤ, η διαγραφή χρέους ή ισοδύναμα μέτρα είναι αναπόφευκτα. Σίγουρα οι προβλέψεις του ΔΝΤ, που για πρώτη φορά αναφέρουν με τόση έμφαση τις θεσμικές αδυναμίες της χώρας και τη σημασία του στρεβλού φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, είναι αποκαρδιωτικές. Αλλά υπάρχει και διαφορετικός τρόπος ανάγνωσης των διαπιστώσεων του Ταμείου, ειδικά στο βαθμό που έχουν γίνει ή ήδη δρομολογηθεί αρκετές χρήσιμες μεταρρυθμίσεις. Αυτός είναι η ανάγκη για την επεξεργασία μιας πρότασης ασφαλιστικής και φορολογικής μεταρρύθμισης που θα έχει ως επίκεντρο τη μείωση της φοροδιαφυγής αλλά και της εισφοροδιαφυγής μέσω περιορισμού της αδήλωτης εργασίας και του υψηλού μη μισθολογικού κόστους. Μια τέτοια άσκηση σίγουρα θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη από την επιμονή σε παρεμβάσεις που δεν αντιμετωπίζουν τα μεγάλα προβλήματα της αγοράς, όπως είναι οι ομαδικές απολύσεις και η ανταπεργία (λοκ-άουτ)».