Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι των κομμάτων ασχολούνται με τα ζητήματα της Ελληνικής οικονομίας. Αλλά παρατηρούμε ότι επικεντρώνονται μόνο στα ζητήματα ελάφρυνσης της φορολογίας ενώ βεβαίως υπάρχουν σοβαρά, διαρθρωτικά προβλήματα που θα έπρεπε να προηγηθούν: η συρρίκνωση της αγοράς εργασίας λόγω μείωσης του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, η σταδιακή αλλά πάντως όχι ακόμα ολοκληρωμένη αναδιοργάνωση του τραπεζικού συστήματος με τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, οι δυσκολίες στην εισαγωγή της καινοτομίας και η προστασία του περιβάλλοντος, η επιτάχυνση της δικαστικής λειτουργίας και τέλος η μεταμνημονιακή ανόρθωση του βιοτικού επιπέδου.
Η επιστροφή στην τάση της εξέλιξης του βιοτικού επιπέδου που ανεκόπη με την μνημονιακή καταιγίδα αποτελεί στοίχημα τιμής για το Ελληνικό πολιτικό σύστημα. Για να κερδηθεί όμως απαιτούνται τρία πράγματα: γνώσεις, ρεαλισμός και μακροπρόθεσμη στόχευση. Η πρόταση για την μείωση των φόρων, αυτή καθ’ εαυτή, δεν χαρακτηρίζεται από κανένα από τα τρία αυτά στοιχεία.
Η Ελλάδα διαθέτει από τις μεγαλύτερες σκιώδεις οικονομίες της Ευρώπης. Εκτιμάται (με σύνθετες μεθόδους) ότι κυμαίνεται γύρω στο 21% του ΑΕΠ. Μια στις πέντε μονάδες που παράγεται η οικονομία δεν δηλώνεται και συνεπώς δεν φορολογείται! Οι απώλειες είναι τεράστιες (περίπου 10 με 11 δισ. ευρώ ετησίως!). Εάν δεν συνέβαιναν θα ήμασταν σε θέση, δημοσιονομικά, να εκπληρώσουμε όλα μαζί (!) τα οικονομικά προγράμματα των κομμάτων ταυτοχρόνως.
Η οικονομική έρευνα έχει δείξει ότι οι σημαντικότεροι λόγοι συντήρησης της μαύρης οικονομίας είναι η πολύ υψηλή αυτοαπασχόληση, η ταυτόχρονη ιστορική επικράτηση της υψηλής έμμεσης φορολογία σε βάρος της άμεσης, η ανεργία, η χαμηλή φορολογική συνείδηση και η έλλειψη θεσμικής εμπιστοσύνης και τέλος η υψηλή φορολογική επιβάρυνση που εμποδίζει την οικονομική ελευθερία και την οικονομική δημιουργικότητα. Έχει υπολογιστεί μάλιστα ότι ο σοβαρότερος λόγος (40% της συνολικής διαμόρφωσης της παραοικονομίας) είναι η υψηλή αυτοαπασχόληση. Επιπροσθέτως η απουσία ενιαίας φορολογικής κλίμακας (πρόταση Πισσαρίδη) συντελούν στην αλλοίωση της προοδευτικότητας της φορολογίας που αποτελεί σοβαρή πηγή ανισοκατανομής του εισοδήματος και αντισυστηματικότητας στην πολιτική σκηνή.
Συνεπώς πριν επεκταθεί κάποιος στα ζητήματα μείωσης της φορολογίας, χρειάζεται να ασχοληθεί με τα ουσιαστικότερα προβλήματά μας και ιδίως με την φοροδιαφυγή: έχουμε εκτιμήσει ότι σχεδόν όλες οι εξαγγελίες μεταβολής των φόρων που έχουν ακουστεί, στην πραγματικότητα, υποκρύπτουν άλλες αντίστροφες μεταβολές της συνολικής φορολογίας επιβάρυνσης. Έτσι εάν δεν μελετηθεί προσεκτικά η αύξηση της φορολογίας μερισμάτων, φοβόμαστε ότι, παρόλο που είναι θεμιτή πρόταση λόγω της ανάγκης ενοποίησης της φορολογικής κλίμακας, θα οδηγήσει σε μείωση των φορολογικών εισπράξεων (άρα ανάγκη αύξησης των φόρων) και απομείωση των επενδυτικών εισροών.
Είναι προφανές ότι η οικονομική συζήτηση θα πρέπει να αναβαθμιστεί με στόχο να αντιμετωπιστούν τα βαριά προβλήματα που υποβόσκουν στην οικονομία και όχι να αποσκοπούμε στην προσέλκυση της πολιτικής προσοχής επειδή είναι εύκολο πολιτικά να επικοινωνηθούν αλλά έχουν αμφίβολη οικονομική σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα.
*Ο Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)