Του Βασίλη Γεώργα
Το ενδεχόμενο νέας μεγάλης παράτασης στο θρίλερ εφαρμογής και αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου προοιωνίζονται οι ενδοκυβερνητικές διαφωνίες στρατηγικής για το πώς θα χειριστεί η Ελλάδα τα καυτά προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης με κυρίαρχο τα εργασιακά.
Πολλά κυβερνητικά στελέχη βάζουν τον χρονικό πήχη για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων στο τέλος του 2016 ή ακόμη και στις αρχές του 2017, συνδέοντας εν πολλοίς τις εξελίξεις και με τις αποφάσεις για το χρέος, ενώ την ίδια ώρα δημοσίως οι επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών (π.χ. ο κ. Χουλιαράκης χθες στο συνέδριο του Economist) υποστηρίζουν πως οι δράσεις θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος Οκτωβρίου σύμφωνα με το πρόγραμμα. Στο ίδιο μήκος κύματος οι εκπρόσωποι των δανειστών προειδοποιούν ανοιχτά για τις επιπτώσεις νέων μεγάλων καθυστερήσεων τόσο στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων της πρώτης αξιολόγησης, όσο και στις νέες διαπραγματεύσεις που ατύπως έχουν ξεκινήσει, και πιέζουν να κλείσει η αξιολόγηση ακόμη και εντός Σεπτεμβρίου. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM προχώρησε μάλιστα ένα βήμα παραπέρα λέγοντας πως ενώ υπάρχει δέσμευση σε επίπεδο Πρωθυπουργού να προχωρήσει το πρόγραμμα, δεν υπάρχει η ίδια ζέση από όλα τα μέλη της κυβέρνησης.
Τρία είναι τα στοιχεία που θα καθορίσουν την ταχύτητα ολοκλήρωσης της επόμενης αξιολόγησης η οποία εκτός από ζητούμενο για την ανάκτηση εμπιστοσύνης, αποτελεί συν τοις άλλοις προϋπόθεση για να ξεκλειδώσει και η επόμενη δόση των 2,8 δισ. ευρώ που προορίζεται για την αποπληρωμή χρεών στον ιδιωτικό τομέα.
Είναι η πολιτική δυσκολία διαχείρισης των θεσμικών αλλαγών που ζητούν οι δανειστές στα εργασιακά, οι κομματικές διεργασίες στον ΣΥΡΙΖΑ ενόψει του Συνεδρίου τον Σεπτέμβριο που απαιτούν ιδιαίτερα λεπτούς χειρισμούς, και οι περιορισμένες εξωτερικές χρηματοδοτικές υποχρεώσεις του Δημοσίου για το υπόλοιπο του 2016 οι οποίες περιορίζουν σημαντικά την αίσθηση του επείγοντος στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Η βραδύτητα των δανειστών να δρομολογήσουν συγκεκριμένες παρεμβάσεις στο χρέος τις οποίες η κυβέρνηση επιδιώκει να συνδέσει χρονικά με την δεύτερη αξιολόγηση, προστίθεται ως μια ακόμη σημαντική αφορμή για να ξεκινήσει και πάλι ένθεν κακείθεν το παιχνίδι της χρονοτριβής.
«Είναι μάλλον άτοπο να περιμένει κανείς πως θα ανοίξουμε εργασιακό μέτωπο τον Σεπτέμβριο και θα συζητάμε για τις ομαδικές απολύσεις και τις απεργίες εν μέσω συνεδρίου στο κόμμα», ήταν το σχόλιο κορυφαίου κυβερνητικού παράγοντα στο Liberal όταν ρωτήθηκε να σχολιάσει τις παραινέσεις των δανειστών αλλά και πολλών μελών της κυβέρνησης να μην υπάρξει νέος κύκλος καθυστερήσεων. Ο ίδιος εκτιμούσε ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της πλέον αρκετό χρόνο να χειριστεί με μεγαλύτερη προσοχή ευαίσθητα θέματα μεταρρυθμίσεων καθώς μέχρι το τέλος του έτους δεν χρειάζεται να κυνηγά δόσεις για το χρέος ούτε χρειάζεται να λάβει επείγοντα φορολογικά μέτρα.
Εργασιακά
Η αλήθεια είναι πως στον ΣΥΡΙΖΑ φοβούνται πολύ τα εργασιακά και τις κοινωνικές αντιδράσεις που θα προκαλέσουν οι επιχειρούμενες αλλαγές. Στην κυβέρνηση δηλώνουν έτοιμοι για σημαντικές «παραχωρήσεις» σε θέματα όπως ο συνδικαλιστικός νόμος, ποντάρουν στη συμφωνία κυρίων με τους εργοδότες (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΓΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ κλπ) ότι δεν θα επιδιώξουν οι ίδιοι να ανοίξουν θέμα απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων και lock out, και λένε πως θα ρίξουν όλο τους το βάρος στην επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων όπως άλλωστε κάνουν και οι εργοδοτικές οργανώσεις. Υπάρχει, όμως, εύλογη ανησυχία για τον χειρισμό θεμάτων όπως η «πονηρή» πρόταση ενσωμάτωσης του 13ου και 14ου μισθού στις αποδοχές δωδεκαμήνου, καθώς και αυτή περί κατάργησης των τριετιών.
Το καμπανάκι για τον κίνδυνο «εφησυχασμού» έχει αρχίσει να χτυπά πριν ακόμη στεγνώσουν οι υπογραφές του επικαιροποιημένου μνημονίου καθώς γίνεται αντιληπτό πως μερίδα της κυβέρνησης αντιλαμβάνεται τους επόμενους μήνες ως περίοδο «κομματικής ανασυγκρότησης» ή ακόμη και ευκαιρία νέας σπατάλης χρόνου ώστε να μην προχωρήσουν γρήγορα επώδυνες αλλά συμφωνημένες δράσεις (π.χ. στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, της της απελευθέρωσης αγορών και των εργασιακών), ενώ μια μικρότερη μερίδα υπουργών και στελεχών, θεωρούν ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλα περιθώρια για «blame game» προς την τρόικα και καθυστερήσεις.
Ως εκ τούτου δεν θεωρούνται τυχαίες οι επισημάνσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη χθες στον Economist ότι πλέον ο μόνος κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε «είναι αυτός του εφησυχασμού» μπροστά στις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων, την απονομή δικαιοσύνης κ.ά. Τις ίδιες λίγο πολύ επισημάνσεις για «εγρήγορση» στην υλοποίηση του προγράμματος κάνουν συντονισμένα αυτή την περίοδο και οι εταίροι και δανειστές. Πλην, όμως, οι παροτρύνσεις τους πέφτουν πάνω στον τοίχο της δυσαρέσκειας που εκφράζεται από μεγάλη μερίδα κυβερνητικών στελεχών για τη «μη λύση» στο θέμα της διευθέτησης του χρέους και τις επακόλουθες καθυστερήσεις σε συνδεδεμένα ζητήματα όπως η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, τα οποία έχουν κοστίσει στον ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο από όσο ομολογούν τα στελέχη της κυβέρνησης