Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αυτή είναι η... μοναδική οδηγία που δίνουν η ΕΚΤ και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) στις ελληνικές τράπεζες μετά την ολοκλήρωση των stress tests. Τα νέα κεφαλαιακά πλάνα που θα υποβάλουν μέσα στον Ιούνιο οι τράπεζες θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλα όσα δεν έχουν γίνει μέχρι σήμερα.
Το βασικότερο συστατικό είναι η ταχύτητα. Από τη στιγμή που έχουν νομοθετηθεί όλα τα απαραίτητα εργαλεία, ο Μάριο Ντράγκι ζητά από τις τραπεζικές διοικήσεις να τρέξουν 5 φορές πιο γρήγορα σε σύγκριση με τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.
Από τον Ιούνιο του 2016 – που ήταν η αφετηρία του σχεδίου μείωσης των «κόκκινων» δανείων - μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, οι τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν τον συνολικό όγκο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά περίπου 6,1 δισ. ευρώ. Στο σύνολο του ορίζοντα διαχείρισης (της α'' φάσης, καθώς θα ακολουθήσει νέα στοχοθεσία για την περίοδο 2020-2022), θα πρέπει να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά επιπλέον 31 δισ. ευρώ.
Αν οι τράπεζες συνέχιζαν να τρέχουν με την ίδια ταχύτητα, τότε θα χρειάζονταν περίπου 7,5 χρόνια, ήτοι μέχρι τα μισά του 2024, για να μειώσουν τα NPEs από τα 95,7 δισ. ευρώ που βρίσκονταν τον Δεκέμβριο του 2017 στα 64,6 δισ. ευρώ που προβλέπει το πλάνο.
Όμως, επτάμιση χρόνια... δεν υπάρχουν. Όλα θα πρέπει να γίνουν μέσα σε δύο χρόνια, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019, που σημαίνει ότι οι τράπεζες θα πρέπει να ανεβάσουν ταχύτητα και να κινηθούν 5 φορές πιο γρήγορα. Στη συνέχεια θα ξεκινήσει η δεύτερη φάση, με την ελπίδα να έχει ωριμάσει η αγορά «κόκκινων» δανείων, να έχει ξεκινήσει η πολυπόθητη ανάκαμψη της οικονομίας και συνεχιστούν με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία οι προσπάθειες διαχείρισης.
Σημειώνεται ότι ακόμη και αν οι στόχοι επιτευχθούν τα NPEs θα μειωθούν στο τέλος του 2019 στο 35,2% και τα NPLs στο 21,1%, πολύ υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το νέο πλάνο θα έχει ορίζοντα το 2022 και θα προβλέπει την περαιτέρω μείωση του ποσοστού κάτω από το 25% για τα NPEs και χαμηλότερα του 15% για τα NPLs.
Τι να περιμένουν οι δανειολήπτες
Στεγαστικά: Πάνω από 400 χιλ. δανειολήπτες θα βρεθούν στο στόχαστρο των τραπεζών και έχουν μία ευκαιρία να προχωρήσουν σε γενναία αναδιάρθρωση των δανείων τους. Η «μεγάλη» χρονιά για τα στεγαστικά είναι το 2019, μέσα στο οποίο οι τράπεζες θέλουν να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 5 δισ. ευρώ, έναντι 2 δισ. ευρώ το 2018. Η διαφορά σχετίζεται τόσο με την καθυστερημένη έναρξη των πλειστηριασμών, όσο και με το γεγονός ότι οι πωλήσεις πακέτων στεγαστικών θα είναι οι τελευταίες χρονικά.
Τα περιθώρια για τους κατόχους στεγαστικών δανείων στενεύουν, καθώς αφενός αυξάνονται μήνα με το μήνα οι πλειστηριασμοί και αφετέρου φτάνει η ώρα που θα σφίξει ο κλοιός για όσους «κρύβονται» στο προστατευτικό πλαίσιο του νόμου Κατσέλη. Μάλιστα, οι τράπεζες έχσουν πάρει το πράσινο φως από την ΕΚΤ για να αγοράζουν οι ίδιες τα ακίνητα για τα οποία δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι.
Επιχειρηματικά: Ο μεγάλος όγκος της διαχείρισης αφορά τα επιχειρηματικά δάνεια καθώς θα πρέπει να μειωθούν κατά 19,1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019.
Όπως είναι αναμενόμενο, το μεγάλο στοίχημα είναι τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Τα δάνεια των ΜμΕ θα αποτελέσουν το 30% της συνολικής μείωσης, ήτοι περί τα 10 δισ. ευρώ και αφορούν πάνω από 70 χιλ. επιχειρήσεις.
Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ένα μεγάλο κομμάτι της εγχώριας επιχειρηματικότητας θα αλλάξει χέρια ή θα βγει από την αγορά αλλάζοντας πλήρως τον επιχειρηματικό χάρτη. Σύμφωνα με το πλάνο η μείωση θα επιτευχθεί με πωλήσεις 7,3 δισ. ευρώ, διαγραφές 5,9 δισ. ευρώ και ρευστοποιήσεις 7,5 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, εκτός από τη μείωση των «κόκκινων» δανείων σε απόλυτα νούμερα λόγω της διαχείρισης, η αποκλιμάκωση του υψηλού ποσοστού θα μπορούσε να επιτευχθεί ταχύτερα μέσω της παράλληλης αύξησης των χορηγήσεων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται τα επόμενα χρόνια, όσο η πραγματική οικονομία παραμένει καθηλωμένη από τους ατελείωτους φόρους.