Τα «πάνω κάτω» έρχονται το 2016 στην κτηματαγορά, αλλά και στη φορολογία ακινήτων, με το νέο σύστημα εμπορικών τιμών που σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, υποχρεωμένη πλέον να σεβαστεί και τη δεύτερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία οι αντικειμενικές αξίες έπρεπε να είχαν αναπροσαρμοστεί από τις 21 Μαΐου, προκειμένου να σταματήσει η άδικη φορολόγηση των ιδιοκτητών με πλασματικές τιμές, που εξακολουθούν να ισχύουν για καθαρά εισπρακτικούς λόγους, θα προχωρήσει σύντομα στην αλλαγή των αντικειμενικών αξιών που επηρεάζουν 40 φόρους και τέλη.
Το σίγουρο βέβαια είναι ότι από τη στιγμή που τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού βρίσκονται στον «αέρα» η κυβέρνηση δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει οι εισπράξεις από τους φόρους στην περιουσία να υπολείπονται των στόχων που έχουν τεθεί, όχι μόνο για το 2016 αλλά και τα επόμενα έτη.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και ο νέος φόρος επί των ακινήτων που θα αντικαταστήσει τον ΕΝΦΙΑ, και πιθανότατα θα «βαπτιστεί» Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας, θα έχει το ίδιο εισπρακτικό αποτέλεσμα, αφού και το 2016 θα πρέπει να εισρεύσουν απ' αυτόν στα κρατικά ταμεία 2,65 δισ. ευρώ βάσει του τρίτου Μνημονίου που έχει υπογράψει η κυβέρνηση.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι όποιες μικρές ελαφρύνσεις υπάρξουν για τους μικροϊδιοκτήτες θα τις «πληρώσουν» ακριβότερα οι μεγαλοϊδιοκτήτες.
Γι'' αυτό άλλωστε το σενάριο για αφορολόγητο στις 50.000 ευρώ έχει ήδη εγκαταλειφθεί, αφού σε αυτή την περίπτωση το 41,7% των ιδιοκτητών ακινήτων δεν θα πληρώσει φόρο με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η επίτευξη του στόχου των 2,65 δισ. ευρώ.
Και αυτό γιατί περισσότεροι από 2,7 εκατομμύρια φορολογούμενοι έχουν στην κατοχή τους ακίνητα των οποίων η αξία με βάση τις αντικειμενικές αξίες που ισχύουν σήμερα δεν υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ, με αποτέλεσμα εάν τελικά υιοθετηθεί κάποιο αφορολόγητο όριο αυτό να είναι ιδιαίτερα μικρό και να κυμαίνεται από 20.000 έως 30.000 ευρώ.
Για τα ακίνητα που έχουν μεγαλύτερη αξία από το όριο που θα τεθεί πάντως, η πρώτη κατοικία θα φορολογείται από το πρώτο ευρώ, με νέους ελαφρώς τροποποιημένους συντελεστές και νέα κλιμάκια τιμών ζώνης.
Επίσης, το σχέδιο, που φέρνει στη δημοσιότητα σήμερα το liberal.gr, προβλέπει αύξηση των συντελεστών συμπληρωματικού φόρου για ακίνητη περιουσία άνω των 300.000 ευρώ και κατάργηση των εκπτώσεων που ισχύουν.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται ήδη η μείωση του αφορολογήτου ορίου, πάνω από το οποίο σήμερα επιβάλλεται ο συμπληρωματικός φόρος, από τις 300.000 ευρώ που είναι, στις 250.000 ή 200.000 ευρώ, αλλά με συντελεστές που να ξεκινούν από το 0,3% και να φτάνουν έως και 2% για πολύ μεγάλες ακίνητες περιουσίες.
Στην περίπτωση αυτή θα ανοίξει ο δρόμος για μείωση των συντελεστών για τις κατοικίες με χαμηλή αντικειμενική αξία, έως 1.000 ευρώ/τ.μ., για τα οποίες ο συντελεστής φόρου είναι 2 έως 2,9 ευρώ ανά μέτρο, όμως ταυτόχρονα θα αυξήσει τους συντελεστές στα υψηλότερα κλιμάκια, π.χ. για τα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης άνω των 2.000 ευρώ, που σήμερα κυμαίνονται από 6 έως 13 ευρώ/τ.μ.
Εκτός στόχων τα έσοδα με τις νέες προτάσεις
Όλες άλλωστε οι κινήσεις της κυβέρνησης βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στο πώς δεν θα πέσει έξω ο τελικός «λογαριασμός» στα έσοδα.
Πολύ απλά γιατί οι ανάγκες και φυσικά το κουαρτέτο επιβάλλουν «ίσα βάρκα, ίσα νερά», όσον αφορά το εισπρακτικό αποτέλεσμα, λόγω και των δεσμεύσεων που απορρέουν στο συγκεκριμένο «σκέλος» του προϋπολογισμού από το τρίτο Μνημόνιο, όμως ως συνήθως οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιθυμούν να βάλουν και ένα «φιλολαϊκό περιτύλιγμα». Γι αυτό άλλωστε, όπως αποκαλύπτει το Liberal.gr, θα υπάρξουν μεν οριακές μειώσεις για τα χαμηλής αξίας ακίνητα, όχι όμως και για τα μεσαία και υψηλής εμπορικής τιμής.
Έτσι, μπορεί η αρμόδια επιτροπή που συστάθηκε για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών ακινήτων στο Λεκανοπέδιο, να παρέδωσε στον αρμόδιο υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο χθες το πόρισμά της, όμως με βάση έγκυρες πληροφορίες του liberal.gr, δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό στο σύνολό του, παρά μόνο εν μέρει.
Πώς εξάλλου θα μπορούσαν να «περάσουν» τις «εξετάσεις» των δανειστών μόνο με μειώσεις έως και 35%, που απλά μεταφράζεται σε «καθίζηση» των εσόδων.
Το επιχείρημα δε που προτάσσεται από ορισμένα στελέχη του κομματικού μηχανισμού ότι οι μειώσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης και των συναλλαγών, καταρρίπτεται «σιωπηρά» από έμπειρους παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών και της κτηματαγοράς, οι οποίοι επισημαίνουν ότι οι εποχές που οι Έλληνες επένδυαν σε ακίνητα πέρασαν ανεπιστρεπτί.
Έτσι, μπορεί η αρμόδια επιτροπή να προτείνει μειώσεις σε μεσαίες περιοχές με τιμή ζώνης από 1.000 έως 1.500 ευρώ κατά 10%, ή σε περιοχές με τιμή ζώνης από 1.500 έως 2.000 ευρώ κατά 15 έως 20% και για υψηλότερες τιμές έως και 30% - 35%, όμως ήδη κορυφαία στελέχη του υπουργείου Οικονομικών απορρίπτουν τη σχετική εισήγηση, ως ανεφάρμοστη στην παρούσα φάση αφού οι εισπράξεις από τους φόρους στα ακίνητα θα οδηγηθούν σε «ελεύθερη πτώση».
Η μόνη πρόταση που βρίσκεται στο τραπέζι και συζητείται αφορά τις μειώσεις στις «φθηνές» περιοχές με τιμή ζώνης από 600 έως 1.000 ευρώ που μπορεί να φθάσουν το μέγιστο στο «εξωπραγματικό» ποσοστό 5%.