Είναι η πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα που ο κεντρικός τραπεζίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, χωρίς να επιχειρεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση.
Τα συνεχή καμπανάκια του, κάτι δείχνουν. Την αγωνία του να μη χαθεί το παράθυρο ευκαιρίας που έχει η Ελλάδα και την ανάγκη να «ανεβάσουμε ταχύτητες».
Βλέπει μια δυστοκία να μπουν εγκαίρως όλ' αυτά τα χρήματα στην ελληνική οικονομία, τώρα που τα χρειάζεται, όχι αύριο. Ενα κίνδυνο, μια καθυστέρηση στην πραγματοποίηση των επενδύσεων, η οποία θα μπορούσε να θέσει εν αμφιβόλω την επιδιωκόμενη επιτάχυνση καταρχήν του φετινού ρυθμού ανάπτυξης.
Διότι το 2024, το 50% σχεδόν της επιδιωκόμενης αύξησης του ΑΕΠ, πρόκειται να προέλθει από τις επενδύσεις που χρηματοδοτούν τα κοινοτικά ταμεία.
Το μήνυμα αυτή τη φορά εστάλη από το βήμα εκδήλωσης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων με το κεντρικό τραπεζίτη να επαναλαμβάνει ότι μπορεί το ποσοστό απορρόφησης των πόρων του Ταμείου να είναι στο 41% (επί των 36 δισ. ευρώ, επιδοτήσεις και δάνεια, που έχουμε λαμβάνειν), ωστόσο οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις προχωρούν με βραδύ ρυθμό.
Ενώ η Ελλάδα φιγουράρει στην 4η θέση της σχετικής κατάταξης, μόλι το 14% των πόρων που έχουμε απορροφήσει, ήτοι 5 δισ. ευρώ, έχει φτάσει στα χέρια των επιχειρήσεων, αντανακλώντας τις γνωστές ελληνικές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού. Όταν δηλαδή φτάνουμε στο δια ταύτα, κάτι συμβαίνει.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το τοπίο έχει ως εξής:
- Από τις επιχορηγήσεις των 18,2 δισ. ευρώ, έχουν εκταμιευθεί προς την Ελλάδα τα 7,6 δισ. ευρώ. Εως τον Μάρτιο 2024 είχαν εκταμιευθεί προς τις επιχειρήσεις 3,42 δισ. ευρώ, ενώ επιπλέον 2,3 δισ. ευρώ είχαν μεταβιβασθεί σε φορείς της γενικής κυβέρνησης έως τον Απρίλιο.
- Από τα δάνεια των 17,7 δισ. ευρώ, έχουν εκταμιευθεί 7,3 δισ. ευρώ. Εως τον Απρίλιο προς τις επιχειρήσεις είχε εκταμιευθεί 1,7 δισ. ευρώ. Είχαν ωστόσο υπογραφεί συμβάσεις 4,8 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον στόχο.
Πώς αντιστρέφεται η εικόνα; Μόνο μέσω καταπολέμησης των χιλιογραμμένων εκείνων ζητημάτων, που ακόμη μας ταλαιπωρούν και κάνουν ζημιά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση, το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων και η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, που όσο καθυστερούν να αντιμετωπιστούν, τόσο θα καθυστερεί και η έγκαιρη άφιξη στις επιχειρήσεις των πολύτιμων πόρων του Ταμείου.
Κρατώντας τη μεγάλη εικόνα, το μήνυμα του κεντρικού τραπεζίτη είναι ότι η ελληνική οικονομία πάει καλά, αναπτύσσεται ταχύτερα από τη ζώνη του ευρώ, είναι ανθεκτική στις διεθνείς κρίσεις, τάση που εφόσον συντηρηθεί τα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί η πορεία σύγκλισης με την Ευρωζώνη.
Σε μια γηράσκουσα όμως χώρα, με υπογεννητικότητα, χαμηλή συμμετοχή του εργατικού δυναμικού, και κυρίως με τόσο μεγάλο επενδυτικό χάσμα σε σχέση με την Ευρωζώνη, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι μια εξαιρετική ευκαιρία, που μετά το 2026 μάλλον δεν θα ξαναέχουμε.
Τα νούμερα δείχνουν το δρόμο που έχουμε να διανύσουμε. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν πολύ χαμηλότερες από το μέσο όρο της ΕΕ (14,3%, έναντι 22,0% στην ΕΕ το 2023).
Έχουν ασφαλώς αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ποτέ δεν επανήλθαν στα επίπεδα του 2008, όταν κυμαίνονταν γύρω στο 24%, δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με το μέσο όρο της ΕΕ.
Την κατάρρευση που ακολούθησε στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, όπου οι επενδύσεις διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο σε 11,9% (2010-2020), ακολούθησε μια σταδιακή ενίσχυση σε λίγο πάνω από 14% σήμερα.
Βρισκόμαστε στην ευτυχή συγκυρία να μπορούμε να βάλουμε τις βάσεις για μια συνεχή ανάπτυξη προκειμένου να συνεχίσουμε να συγκλίνουμε, εφόσον συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε με ρυθμό 1,5% ετησίως πάνω από τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης, κάνουμε μεταρρυθμίσεις και πετυχαίνουμε πλεονάσματα 2% το χρόνο.
Εάν τα κάνουμε αυτά, τότε σε 20 χρόνια από σήμερα, θα έχουμε συγκλίνει με την Ευρωζώνη, όπως είχε πει ο κεντρικός τραπεζίτης στη συνέντευξή του στο Liberal, δηλαδή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έχει πλησιάσει περίπου στο 90% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε.
Η σκληρή πραγματικότητα δηλαδή είναι ότι χρειαζόμαστε ακόμη 20 χρόνια για να φτάσουμε εκεί που ήμασταν πριν από περίπου… 20 χρόνια, το 2007.
Τότε, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης είχε φτάσει στο 95% της Ε.Ε., για να καταρρεύσει μετά την κρίση και την είσοδο μας στα μνημόνια στο 71% το 2012 και να παραμένει έκτοτε σε επίπεδα κάτω του 70%. Το 2023 έκλεισε στο 67%.
Και για να γίνουν όλα αυτά, εκτός από πολιτική βούληση, χρειάζεται πολιτική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτή είναι η απλή συνταγή.