Του Βασίλη Γεώργα
«Ιδανική αφορμή» για να μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη το πολιτικό σκηνικό στη χώρα θα είναι το πύρινο μέτωπο της εργασιακής «μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα που θα ανοίξει στα μέσα Οκτωβρίου ταυτόχρονα με το προγραμματισμένο για τότε συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά τη 2η αξιολόγηση του προγράμματος.
Ήδη το κλίμα που έχει αρχίσει να χτίζεται με τις ένθεν κακείθεν διαρροές για το περιεχόμενο των επιχειρούμενων αλλαγών είναι απόλυτα συγκρουσιακό, με την κυβέρνηση ήδη ενήμερη για την ατζέντα να επιχειρεί να καθησυχάσει τόσο τα συνδικάτα όσο κυρίως τις εσωτερικές κομματικές αντιδράσεις, υποσχόμενη «ηρωική αντίσταση» στα σχέδια των δανειστών σε συμμαχία με τους… εργοδότες. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο θα εκδηλωθεί τους επόμενους μήνες αυτή η αντίσταση, αν υπάρχουν πραγματικές δυνατότητες να διαφυλαχτούν κάποια από τα εργασιακά κεκτημένα της προηγούμενης 35ετίας, αν θα ληφθούν πρωτοβουλίες ώστε να πάψει η αγορά εργασίας να εξελίσσεται σε «ζούγκλα» ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας, και προς ποια κατεύθυνση μπορεί να επηρεάσει η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά την ευρύτερη προσπάθεια αντιστροφής της οικονομίας που γίνεται υπό εξαιρετικά δυσχερείς εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες.
Το γεγονός δε ότι «σφήνα» στις προτάσεις του ΔΝΤ, της ευρωπαϊκής τρόικας και μερίδας των εγχώριων εργοδοτικών οργανώσεων μπαίνει η οδυνηρή πραγματικότητα των λουκέτων σε μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και οι «ζημιογόνες απεργιακές κινητοποιήσεις» -όπως χαρακτηρίζονται- για τα συμφέροντα επιχειρηματικών κολοσσών με δραστηριότητα στη χώρα μας (π.χ εμπορευματικές μεταφορές), καθιστούν ακόμα πιο δύσκολη την πολιτική διαχείριση του θέματος από την κυβέρνηση καθώς τα παραπάνω προβάλλονται ήδη ως επιχειρήματα για την ανάγκη περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων προς όφελος της ανταγωνιστικότητας και της προσέλκυσης επενδύσεων.
Στην παρούσα φάση η κυβέρνηση επιχειρεί να συμπήξει μέτωπο με τις μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις της χώρας και τους εκπροσώπους των εργαζομένων (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ κλπ.) προγραμματίζοντας για αύριο Τρίτη νέο κύκλο συναντήσεων. Οι επαφές αυτές γίνονται στον απόηχο της συμφωνίας κυβέρνησης–εργοδοτών για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που είχε επιτευχθεί τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ αυτή τη φορά αιχμή αποτελούν κοινές θέσεις, όπως είναι η πρόταση επιστροφής του δικαιώματος καθορισμού του κατώτατου μισθού απευθείας στους κοινωνικούς εταίρους μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων, η διατήρηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων στο 5% (αντί 10% που ζητά το ΔΝΤ), η διατήρηση της απαγόρευσης της ανταπεργίας (lock out) κ.α. στα οποία υπάρχει μίνιμουμ συμφωνίας.
Παράλληλα, επιχειρείται να λειανθούν επιμέρους διαφορές όπου υπάρχουν, όπως λ.χ. στην ανάγκη μείωσης του μη μισθολογικού κόστους που επικαλείται ο ΣΕΒ, και στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για την υποχρεωτική διαιτησία το οποίο κατά τους εργοδότες, αντίκειται στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Στο προσεχές διάστημα θα επιχειρηθεί να γίνει συζήτηση και με τα κόμματα σε μια προσπάθεια η ευθύνη για τις επώδυνες αποφάσεις που έπονται, να μοιραστεί, ενώ ήδη επιχειρείται να καλλιεργηθεί η προσδοκία πως υπάρχουν ισχυρές συμμαχίες στην Ε.Ε. για τα εργασιακά.
Η κυβέρνηση έχει πάντως αποδεχτεί, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό Γ. Κατρούγκαλο, να συζητήσει με τους δανειστές το θέμα της αύξησης του ορίου ή της πλήρους απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων που πιθανόν θα οδηγήσει και στην άρση του σημερινού δικαιώματος του υπουργού να εγκρίνει τις αποφάσεις των εργοδοτών, καθώς και τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο που θα έχουν ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων να περιοριστούν οι δυνατότητες προκήρυξης απεργιών αν δεν υπάρχει πλειοψηφία των εργαζομένων. Πρόκειται για δύο θέματα που κυρίως θέτουν στο τραπέζι οι εκπρόσωποι των δανειστών με το επιχείρημα πως θα διευκολύνουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις, θα περιορίσουν το ρίσκο δραστηριοποίησης ξένων πολυεθνικών στη χώρα αλλά και θα λειτουργήσουν θετικά στο ξεκαθάρισμα που θα επιδιωχθεί να γίνει στον επιχειρηματικό χάρτη μέσα από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.
Τα προαναφερόμενα, θα είναι πάντως τα λιγότερο δύσκολα μέτωπα του εργασιακού από τη στιγμή που η διαρροή της επιστολής των δανειστών (σ.σ. εστάλη προς την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων και όχι στην κυβέρνηση, διατείνεται ο Γ. Κατρούγκαλος) θέτει ευθέως θέμα περαιτέρω μείωσης των μισθών στην Ελλάδα, με το κουαρτέτο να εμφανίζεται πως υιοθετεί κατά γράμμα τις συστάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως αυτές αποτυπώθηκαν και στην τελευταία έκθεσή του για την ευρωζώνη.
Στο εν λόγω υπόμνημα επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι ο καθορισμός του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αποφασίζεται από το Κράτος και όχι μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις, ενώ τονίζεται πως παρά τη μείωσή του στα 586 ευρώ και στα 510 ευρώ (για τους νέους έως 25 ετών) εξακολουθεί να παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες, εξαιτίας των προσαυξήσεων από την προϋπηρεσία. Εμμέσως προτείνεται, δηλαδή κατάργηση της προσμέτρησης των τριετιών και συνεπώς η περαιτέρω συμπίεση των μισθών. Στο στόχαστρο μπαίνει και η κατάργηση των επιδομάτων που καταβάλλονται με τη μορφή του 13ου και του 14ου μισθού, καθώς θέση των δανειστών είναι ότι από το 2017 η δομή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αλλάξει και να αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς (single rate) στο 12μηνο, ώστε να είναι συγκρίσιμος με άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κυβέρνηση έχει αναφέρει εγκαίρως και σε όλους τους τόνους πως δεν πρόκειται να μπει σε μια τέτοια συζήτηση για περαιτέρω μείωση των αποδοχών στην Ελλάδα, φωτογραφίζοντας συστηματικά το ΔΝΤ, οι θέσεις του οποίου φαίνεται πως απηχούν ευρύτερες απόψεις των δανειστών για το μίγμα πολιτικής στην Ελλάδα και όχι μόνο.
Αντίθετα, παρότι δεν μιλά πλέον για αύξηση του κατώτατου μισθού, όπως στο παρελθόν, επαναλαμβάνει διαρκώς το τελευταίο διάστημα με αφορμή το αφήγημα περί «δίκαιης ανάπτυξης» ότι το σχέδιό της για την ανασυγκρότηση της οικονομίας απορρίπτει τη λογική των χαμηλών μισθών καθώς στόχος δεν είναι ο ανταγωνισμός με γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους.
Η εμπειρία της Γαλλίας που πρόσφατα ολοκλήρωσε επώδυνες νομοθετικές αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο, μπορεί να εμπνέει αρκετά κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε ότι αφορά τη μαχητικότητα των διαδηλώσεων, από την άλλη επιβεβαιώνει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η μεταρρύθμιση είναι «καταδικασμένη» να περάσει και στην Ελλάδα και να προκαλέσει βαρύ πολιτικό κόστος, ανεξαρτήτως της στρατηγικής διαχείρισης που θα υιοθετηθεί.
Διαβάστε ακόμα: - Με τους κοινωνικούς εταίρους συναντάται την Τρίτη ο Γ. Κατρούγκαλος