Mε σεβασμό στους παλαιούς μετόχους σχεδιάζει η διοίκηση της Alpha Bank να προχωρήσει στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά περίπου 800 εκατ. ευρώ.
Η αύξηση η οποία θα δημιουργήσει πρόσθετο κεφαλαιακό μαξιλάρι στην Τράπεζα, καθώς ο δείκτης κεφαλαιακής της επάρκειας διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, δεν θα επηρεάσει αρνητικά τη θέση των υφισταμένων μετόχων εφόσον εξασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα που τους αναλογούν με βάση τις υφιστάμενες θέσεις τους.
Οι υφιστάμενοι μέτοχοι, εφόσον το επιθυμούν θα έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τη θέση τους και μετά την αύξηση του κεφαλαίου, χωρίς όμως να διαθέτουν κάποιο «προνομιακό δικαίωμα».
Στην πράξη η αύξηση θα πραγματοποιηθεί με ένα ιδιότυπο τρόπο, χωρίς την έκδοση δικαιωμάτων προτίμησης αλλά με τη δυνατότητα συμμετοχής όλων των παλαιών μετόχων τουλάχιστον κατά το υφιστάμενο ποσοστό μετοχών που διαθέτουν.
Συνεπώς οι νέοι μέτοχοι που θα συμμετάσχουν στην αύξηση θα μπορέσουν να το πράξουν μόνο στον βαθμό που θα μείνουν αδιάθετα «δικαιώματα».
Στο σημείο αυτό τίθεται και ο πρώτος «αστερίσκος» ο οποίος αφορά στο τι θα πράξει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο σήμερα διαθέτει το περίπου 11% των μετοχών της Alpha.
O δεύτερος αστερίσκος ο οποίος προφανώς ενδιαφέρει τους υφιστάμενους μετόχους είναι η τιμή στην οποία θα πραγματοποιηθεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
Με δεδομένο ότι η διαδικασία της αύξησης θα τρέξει μέσα στον Ιούνιο προκειμένου να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που επιβάλλεται από το Νόμο, είναι πολύ νωρίς ακόμη για να προσδιοριστεί.
Για τη διαμόρφωση της τιμής καθοριστικό ρόλο θα έχουν οι εισηγήσεις των συμβούλων (Morgan Stanley και Goldman Sachs) αλλά και το κατά πόσο η διοίκηση της Τράπεζας θα προκρίνει την αναγκαιότητα προσέλκυσης νέων επενδυτών σε αυτή.
Ο κανόνας που ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι αύξηση σε υψηλή τιμή ευνοεί τους παλαιούς μετόχους, ενώ οι νέοι μέτοχοι προσελκύονται στην περίπτωση που οι μετοχές πουληθούν φθηνά.
Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος για τον προσδιορισμό της τιμής θα αρχίσει να μετρά αντίστροφα μετά τον προσδιορισμό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης.
Σημειώνεται ότι το 65% των μετόχων της τράπεζας είναι ξένοι θεσμικοί επενδυτές, το 9% εγχώριοι θεσμικοί επενδυτές και το υπόλοιπο 15% είναι εγχώριοι ιδιώτες επενδυτές.
Αύξηση με αναπτυξιακό πρόσημο
Όσον αφορά στους σκοπούς για τους οποίους γίνεται η αύξηση του κεφαλαίου η διοίκηση της Τράπεζας λέει ότι πρόκειται για «αναπτυξιακή αύξηση κεφαλαίου», που δεν συνδέεται με την επιτάχυνση του προγράμματος μείωσης των κόκκινων δανείων η οποία θα περιλαμβάνεται στο νέο στρατηγικό πλάνο της τράπεζας που προγραμματίζεται να ανακοινωθεί από τον διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας Βασίλη Ψάλτη στις τις 27 Μαΐου - εκτός κι αν οι τελευταίες εξελίξεις το επιταχύνουν.
Το γεγονός ότι πρόκειται για την πρώτη αναπτυξιακή ΑΜΚ μετά από τα χρόνια της κρίσης, επιβεβαιώνουν και τα πρώτα σχόλια της κυβέρνησης και του ΤΧΣ αναφορικά με το εγχείρημα της Alpha Bank.
Η τράπεζα αναμένεται να ανακοινώσει επιτάχυνση της αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων. Τον Μάρτιο είχε ανακοινώσει πακέτα τιτλοποιήσεων ύψους 3,3 δισ. ευρώ, ενώ πλέον αυτό το πόσο αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί σε πάνω από 6,5 δισ. ευρώ με την τράπεζα να σημειώνει πως μπορεί με ίδιες κεφαλαιακές δυνάμεις να σηκώσει το βάρος και να μειώσει τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε μονοψήφιο ποσοστό.
Παρόλο που ένα μέρος από το κόστος των τιτλοποιήσεων αυτών θα το «σηκώσει» ο Ηρακλής, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να είναι αναίμακτη. Η προηγούμενη τιτλοποίηση του Galaxy στοίχισε περίπου 2 δισ. ευρώ σε κεφάλαια. Ενώ όπως είχε ανακοινωθεί για την τιτλοποιήση των 3 δισ. ευρώ θα απαιτούνταν κεφάλαια περίπου 570 εκατ. ευρώ.
Βέβαια η Αlpha είναι από τις καλύτερα κεφαλαιοποιημένες τράπεζες καθώς διέθετε υψηλό δείκτη CET και χαμηλό ποσοστό αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι μία περαιτέρω ενίσχυση των κεφαλαίων της δεν είναι καλοδεχούμενη από τους επόπτες.
Παρά ταύτα το DCT των 3,1 δισ. ευρώ της Τράπεζας είναι το μικρότερο μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και το CET 1 κεφάλαιο 5,7 δισ. ευρώ από τα υψηλότερα. Το 2020 ο δείκτης CET 1 (phased –in) ήταν ο υψηλότερος μεταξύ των τραπεζών στο 17,3%, όμως το 2021 εκτιμάται ότι θα υποχωρούσε στο 13,9%.
Αν μάλιστα υπολογιστεί η επίδραση από την υιοθέτηση των νέων λογιστικών προτύπων IFRS, αλλά και της επίπτωσης από την μείωση των NPEs ο σχετικός δείκτης από 14,6% το 2020 θα υποχωρούσε φέτος στο 11,7%.