Παρά τις φειδωλές προβλέψεις των αναλυτών, οι οποίοι πριν από δέκα ημέρες προέβλεπαν μια νέα μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατά 25 μονάδες βάσης (0,25%), νεότερες εκτιμήσεις της Capital Economics κάνουν λόγο για μια πιο γενναία μείωση, κατά 50 μονάδες βάσης, (0,50%), καθώς οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη της Ευρωζώνης και τον πληθωρισμό επιδεινώνονται.
Μάλιστα, όπως εκτιμούν οι αναλυτές της Capital Economis, το αποτέλεσμα των συνεχών μειώσεων επιτοκίων τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, κατά 0,50%, θα έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του επιτοκίου καταθέσεων στο 1,5%, μέχρι τα μέσα του 2025.
Εξηγώντας, η Capital Economics σε σχετική της έκθεση, το σκεπτικό των εκτιμήσεων, αναφέρει ότι οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη για το τέταρτο τρίμηνο θα είναι χαμηλότερη από 0,2%, σε τριμηνιαία βάση, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, αλλά και κάτω από το 0,3% που ήταν οι συγκλίνουσες εκτιμήσεις των αναλυτών.
Ακόμη, οι αναλυτές της Capital Economics «κρούουν το κώδωνα του κινδύνου» για την ανεργία στην Ευρώπη, η οποία αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα τρίμηνα, ενώ ο πληθωρισμός θα κινηθεί πολύ χαμηλότερα του στόχου της ΕΚΤ για 2% τα επόμενα δύο χρόνια. Μάλιστα, προβλέπουν ότι ο πληθωρισμός αναμένεται γύρω στο 1,5% για το 2025 και το 2026, καθώς οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου μειώνονται.
Πριν λίγες ημέρες, η επενδυτική τράπεζα Berenberg προχώρησε στην εκτίμηση ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Μάλιστα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Χόλγκερ Σμίτινγκ, αναμένει, και νέα μείωση, την τέταρτη κατά σειρά, και στη συνεδρία του Δεκεμβρίου, μειώνοντας το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 3%.
Παράλληλα, αρκετοί αναλυτές, όπως αυτοί των Barclays και Danske Bank, τονίζουν ότι οι αγορές δεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες για την πορεία των μειώσεων από την ΕΚΤ και οφείλουν να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση. Όπως εκτιμούν, είναι πιθανότερο η τράπεζα να προχωρεί σε πιο σταδιακές μειώσεις επιτοκίων.
Οι αναλυτές, όπως και οι επενδυτές, βλέπουν ότι τα κορυφαία στελέχη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, παραμένουν διχασμένα σε ό,τι αφορά το ύψος ή τη συχνότητα των μειώσεων των επιτοκίων.
Ο πρώτος που ζήτησε επιτάχυνση των μειώσεων, μετά τις αποφάσεις της Fed, ήταν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο, καθώς αναφέρει ότι οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ, τόσο για την ανάπτυξη, όσο και για τον πληθωρισμό, τελικά δεν θα επιβεβαιωθούν. «Δεδομένης της θέσης στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, στον κύκλο της νομισματικής πολιτικής, πρέπει πραγματικά να ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο «αργοπορίας», διότι αυτός είναι ο κύριος κίνδυνος».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας έχει τονίσει ότι ο πληθωρισμός συνεχίζει να αποκλιμακώνεται, ενώ οι κορυφαίες οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως αυτές, Γαλλίας και κυρίως Γερμανίας είναι αντιμέτωπες με αναιμική ανάπτυξη.
Αντίθετα, λιγότερο ανήσυχος, αναφορικά με ταχύτερες μειώσεις επιτοκίων, είναι ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Ολλανδίας, Κλάας Νοτ, σημειώνοντας ότι η ΕΚΤ έχει περιθώρια να συνεχίσει τη χαλαρή νομισματική πολιτική, υπό την προϋπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί σε τροχιά υποχώρησης. «Εφόσον ισχύει αυτό, είμαι λίγο πολύ εντάξει με τις προσδοκίες της αγοράς για περαιτέρω μειώσεις. Δεν πρόκειται να σας πω πόσο και πότε, διότι εξαρτόμαστε από τα δεδομένα».
Πάντως, σε πρόσφατη δημοσκόπηση που διενήργησε το Bloomberg σε αξιόπιστους οικονομολόγους, επικρατέστερη άποψη φαίνεται να είναι αυτή της μείωσης του 0,25%. Βέβαια, οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος πρέπει να είναι η πλήρης άρση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής μέχρι το τέλος του 2025, με τη διαμόρφωση των επιτοκίων σε επίπεδα που δεν περιορίζουν πλέον τη ζήτηση, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομία.
Άλλωστε, από τις βασικές διαπιστώσεις της προηγούμενης συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο, ήταν ότι «ο πληθωρισμός είχε υποχωρήσει πρόσφατα κάπως ταχύτερα από το αναμενόμενο».
Με τον πληθωρισμό να βρίσκεται πλέον κάτω από τον στόχο του 2%, οι αναλυτές βλέπουν την ΕΚΤ να μειώνει το επιτόκιο καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης και κατά το ίδιο ποσοστό, σε κάθε συνεδρίαση μέχρι τον Μάρτιο. Από εκεί και έπειτα, οι επενδυτές περιμένουν δύο ακόμη μειώσεις και συγκεκριμένα τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο, με τελικό προορισμό του επιτοκίου στο 2%.