Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία. Το να καταφέρουμε να απορροφήσουμε μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια τα εναπομείναντα 21 δισ. ευρώ, να πιάσουν τόπο σε στοχευμένες επενδύσεις και να αναπτύξουμε και εγχώρια τεχνογνωσία.
Ο πήχης όσο μπαίνουμε στο σκληρό πυρήνα της υλοποίησης των έργων ψηλώνει. Τα ποσά που έχουν μέχρι σήμερα εκταμιευθεί μετά και την τρίτη δόση είναι 14,7 δισ. ευρώ. Δηλαδή το 41% από το συνολικό νούμερο των 36 δισ. ευρώ του Ταμείου μετά και την πρόσφατη αναθεώρηση.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι στους 32 μήνες που απομένουν μέχρι και τον Αύγουστο του 2026, οπότε και λήγει το πρόγραμμα, πρέπει να έχουμε απορροφήσει ως χώρα, επιπλέον 21 δισ. ευρώ. Όχι, απλώς να έχουν εκταμιευτεί τα ποσά αυτά, αλλά και να έχουν μπει στην οικονομία.
Είναι αυτονόητο; Καθόλου. Οι επιδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης συνοδεύονται από ορόσημα, δίχως τα οποία απλώς δεν θα γίνει το έργο. Και φέτος έχουμε να εκπληρώσουμε ούτε λίγο, ούτε πολύ 49 τέτοια προαπαιτούμενα.
Σκοπεύουμε συγκεκριμένα να υποβάλουμε δύο αιτήματα: Τον Απρίλιο, για τη τέταρτη δόση, ύψους 3,2 δισ. ευρώ (1 δισ. για επιδοτήσεις, 2,2 δισ. για δάνεια) για την εκταμίευση του οποίου απαιτούνται 20 ορόσημα, εκ των οποίων έχουν ήδη επιτευχθεί τα 12. Και τον Σεπτέμβριο, για την πέμπτη δόση, ύψους 3,6 δισ. (2,3 δισ. δάνεια, 1,3 δισ. επιδοτήσεις), όπου τα προαπαιτούμενα φτάνουν τα 29.
Το μεγάλο θέμα λοιπόν αφορά στις επιδοτήσεις, εκεί επιβάλλονται τα ορόσημα, εκεί εμφανίζονται τα εμπόδια. Και ίσως να μην είναι τυχαίο ότι κάθε μια από τις τρεις πρώτες δόσεις του Τ. Ανάκαμψης περιελάμβανε 1,7 δισ. επιδοτήσεων, πλέον οι επόμενες θα περιλαμβάνουν χαμηλότερα ποσά, κάτι που δεν ισχύει για τα δάνεια, τα οποία δεν συνδέονται με προαπαιτούμενα. Ακολουθούν εντελώς άλλη διαδικασία, μέσω τραπεζών. Εφόσον κριθεί ότι ένα σχέδιο είναι χρηματοδοτήσιμο, τότε ο επενδυτής πρέπει να βάλει 20% ίδια κεφάλαια και χρηματοδότηση 50% από το Τ. Ανάκαμψης και 30% από την τράπεζα.
Τι αφορούν όμως αυτά τα 49 «πρέπει» για να εισπράξουμε 2,3 δισ. επιδοτήσεων μέσα στο 2024; Δράσεις από τη δημόσια διοίκηση, άρση γραφειοκρατικών εμποδίων, επίλυση θεμάτων που αφορούν απαλλοτριώσεις εκτάσεων και σε μεγάλο βαθμό ζητήματα που άπτονται του «ζουρλομανδύα» που καλύπτει το Δημόσιο.
Η φύση του Ταμείου Ανάκαμψης το κάνει πολύ απαιτητικό, δοκιμάζει τα όρια της δημόσιας διοίκησης, που πρέπει να δουλέψει με ένα πολύ διαφορετικό τρόπο, καθώς αν χαθούν τα ορόσημα, τα έργα απλά δεν θα γίνουν. Δεν υπάρχουν διαδικασίες που λειτουργούν σαν «γέφυρες» όπως στο ΕΣΠΑ -όπου τα αναξιοποίητα κονδύλια μιας προγραμματικής περιόδου, μεταφέρονται στην επόμενη- παρά μόνο ορόσημα που πρέπει να τηρούνται και προϋποθέτουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την επίτευξη προόδου. Δηλαδή την ωρίμανση μιας επένδυσης για να υπαχθεί στο Ταμείο.
«Η εκταμίευση της τρίτης δόσης ήταν ένας αγώνας δρόμου, το ίδιο θα συμβεί και με το 4ο αίτημα, αλλά θα τα καταφέρουμε», είπε κατά τη σημερινή συνέντευξη Τύπου για την πρόοδο της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων ο αναπληρωτής υπ. Εθνικής Οικονομίας, Νίκος Παπαθανάσης.
Εκείνο που ανησυχεί όσους εμπλέκονται με της διαδικασία είναι καταρχήν ο κίνδυνος δικαστικών προσφυγών, όπως είχε συμβεί με την τρίτη δόση, γεγονός που καθυστέρησε την εκταμίευση της. Ευτυχώς, το ΣτΕ είχε εκδικάσει γρήγορα την υπόθεση, έως ότου όμως καθαρογραφεί και δημοσιευτεί η απόφαση, η εκταμίευση τελούσε υπό αίρεση. Κάπως έτσι όμως, η Ελλάδα, αντί να υποβάλλει το αίτημα για την τέταρτη δόση μέχρι το τέλος του 2023, θα το καταθέσει τον Απρίλιο του 2024.
Τέτοιες περιπτώσεις ενστάσεων, ειδικά στα μεγάλα έργα, δεν είναι καθόλου απίθανο να εμφανιστούν, κατά τη διαδικασία κάποιων από τις επικείμενες προκηρύξεις, όπως και ζητήματα γης και χωροταξικά, θέτοντας αυτόματα σε κίνδυνο τα ορόσημα.
Και ενώ η χώρα εισπράττει θετικά σχόλια από την Κομισιόν, καθώς βρίσκεται μεταξύ των πρώτων (μαζί με Ισπανία και Ιταλία) στην πρόοδο των εκταμιεύσεων του Ταμείου, η ανησυχία είναι ότι τα έργα φτάνουν σε ένα σημείο όπου εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τις τοπικές και περιφερειάρχες αρχές, δηλαδή έρχονται όλο και πιο συχνά στην επιφάνεια οι κραυγαλέες αδυναμίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Τι κάνει η κυβέρνηση; Ένα συνεχές πρέσινγκ σε φορείς και οργανισμούς να προχωρούν τις δράσεις για να επιτυγχάνονται τα ορόσημα των έργων, μια συνεχή προσπάθεια ο κρατικός μηχανισμός να αλλάξει ρυθμό και νοοτροπία, ένας συνεχής αγώνας, όπως γνωρίζει καλά ο εποπτεύων αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας Νίκος Παπαθανάσης.
Κάνοντας ένα πρώτο απολογισμό ο Διοικητής του Ταμείου Ανάκαμψης, Ορ. Καβαλάκης είπε ότι στα τέλη του 2023, δυόμισι έτη πριν την ολοκλήρωση του Ταμείου Ανάκαμψης, σχετικά με το σκέλος των επιδοτήσεων έχουν ενταχθεί 746 έργα (5,24 δισ.), ενώ σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις, έχουν συμβασιοποιηθεί 269 δάνεια (10,26 δισ), εκ των οποίων τα 128 για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα δάνεια του Ταμείου έχουν ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, αφού έχουν επιτόκιο 2,2% και χρόνο αποπληρωμής τα 14 έτη.
Το στοίχημα που έχει μπροστά της η κυβέρνηση είναι μεγάλο. Ο κρατικός μηχανισμός έχει μάθει να δουλεύει με συγκεκριμένο τρόπο και καλείται να αλλάξει ρυθμό και νοοτροπία, υιοθετώντας σφικτές προθεσμίες και χρονοδιαγράμματα, όπως στον ιδιωτικό τομέα. Εύκολο δεν είναι, ωστόσο πρέπει να γίνει. Τα εναπομείναντα 21 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης αντιπροσωπεύουν ένα επιπλέον 10% του ΑΕΠ (του 2023), χωρίς να συνυπολογίζεται η όποια μόχλευση κεφαλαίων του ιδιωτικού τομέα.
Κατά τον σημερινή συνέντευξη, ο κ. Παπαθανάσης και οι Γενικοί Γραμματείς που εποπτεύουν τη διαχείριση των κοινοτικών πόρων, έκαναν ένα συνολικό απολογισμό για τη μέχρι τώρα πορεία τους.
Η σημασία των κοινοτικών κονδυλίων για την ελληνική οικονομία φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία. Πάνω από το 60% της ανάπτυξης του 2024 θα προέλθει από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο θα ανέλθει σε 12,2 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12%, και θα είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 14 ετών. Επίσης, για την περίοδο ΕΣΠΑ 2021- 2027, οι προσκλήσεις ανέρχονται ήδη στο 1/3 του προϋπολογισμού, για έργα 5,4 δισ. ευρώ.