Όταν τα επιτόκια στην ευρωζώνη γύρισαν αρνητικά το 2014 οι διαχειριστές δυσκολεύονταν να εξηγήσουν στους επενδυτές ομολόγων ότι πλέον θα έπρεπε να πληρώνουν για να δανείζουν τις κυβερνήσεις. Στην προσπάθεια τους να βοηθήσουν τις οικονομίες σε μια σειρά κρίσεων οι κεντρικές τράπεζες κατέστησαν ακριβή τη διακράτηση μετρητών και οι επενδυτές άρχισαν να διαπιστώνουν ότι έπρεπε να πληρώνουν πολλές χώρες, ακόμη και επιχειρήσεις, για να πάρουν τα χρήματα τους.
Οι αποταμιευτές διαμαρτύρονταν ότι αντιστρέφοντας την πρακτική του να χρεώνεις τους δανειζόμενους τόκο, τελικά ισοδυναμούσε με κλοπή της περιουσίας τους. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του 2020 γύρω στο 75% του κρατικού χρέους στην ευρωζώνη, περί τα 6,7 τρισ. ευρώ είχε αρνητικές αποδόσεις.
Σήμερα οι επαγγελματίες του χώρου της διαχείρισης βλέπουν αλλαγή σκηνικού με το κόστος δανεισμού να επιστρέφει πάνω από το 0%. Οι πιο ελκυστικές αποδόσεις μπορεί να προσελκύσουν τους επενδυτές στα ομόλογα της ζώνης του ευρώ και να τονώσουν το κοινό νόμισμα, ταυτόχρονα μειώνοντας τις πιέσεις στις τράπεζες και στα συνταξιοδοτικά ταμεία. Οι χαμένοι θα είναι τα υψηλότερου ρίσκου ομόλογα των αναδυόμενων αγορών και τα εταιρικά που είχαν γίνει στόχος στο κυνήγι για αποδόσεις.
Η χρηματαγορά βλέπει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγκαταλείπει τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος της χρονιάς και να σφίγγει την νομισματική πολιτική για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό. Λιγότερο από το ένα τρίτο του χρέους της ευρωζώνης πλέον έχει αρνητική απόδοση και σύμφωνα με τη Deutsche Bank, η παγκόσμια λίμνη έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από 3 τρισ. δολάρια για πρώτη φορά από τον Δεκέμβριο του 2015 και την κορυφή των18 τρισ. δολαρίων το 2020.
Η απόδοση στα 10ετη γερμανικά ομόλογα σκαρφάλωσε πάνω από το 0% τον Ιανουάριο για πρώτη φορά από το 2019 και βρίσκεται σήμερα στο 0,6%. Η απόδοση των διετών ομολόγων γύρισε θετική για πρώτη φορά από το 2014 την εβδομάδα που μας πέρασε. Η Ελβετία και η Ιαπωνία ακολούθησαν την τάση και οδήγησαν τα επιτόκια κάτω από το 0% από το 2015, σε ένα πείραμα που προσπάθησε να αναζωογονήσει τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Προσπάθεια που μάλλον απέτυχε.
Η πολιτική αρνητικών επιτοκίων κατηγορήθηκε για την εκτόξευση του χρέους, για τις φούσκες στις αγορές ακινήτων και μετοχών, όπως και για τις επιπτώσεις στα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Τα ανάγκασε να πάρουν μεγαλύτερα ρίσκα καθώς η διακράτηση «ασφαλών» κυβερνητικών ομολόγων δεν απέφερε κέρδη. Το 2019 μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έδειξε ότι τα συνταξιοδοτικά ταμεία είχαν διπλασιάσει την κατανομή κεφαλαίων σε εναλλακτικές κινητές αξίες χαμηλής εμπορευσιμότητας.
Οι γερμανικές ασφαλιστικές εταιρείες, οι επενδύσεις των οποίων εγγυώνται το εισόδημα συνταξιούχων, βρέθηκαν υπό ιδιαίτερη πίεση με τις εποπτικές αρχές να απαιτούν μεγαλύτερα αποθεματικά από το 2011. Για τις τράπεζες τα αρνητικά επιτόκια έπληξαν την κερδοφορία τους διαβρώνοντας το καθαρό επιτοκιακό τους περιθώριο. Οι τραπεζικές μετοχές της ευρωζώνης έχουν χάσει περίπου 40% από το 2014 και οι τράπεζες της Ιαπωνίας 10% από τότε που τα επιτόκια του γεν έπεσαν κάτω από το 0% το 2016.
Με τις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμης διάρκειας ομολόγων να γυρίζουν θετικές αυτή την εβδομάδα, οι μετοχές των τραπεζών της ευρωζώνης κέρδισαν 4%. Κάθε αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ μπορεί να προσθέσει ένα 10% στα κέρδη ανά μετοχή των τραπεζών και 20% στη νότια Ευρώπη, σύμφωνα με τη Morgan Stanley.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της BNP Paribas, οι ασφαλιστικές εταιρείες διακρατούσαν το 30% των εταιρικών ομολόγων στην Ευρώπη το 2016 αλλά μόνο το 22% σήμερα, έχοντας χάσει μερίδιο από την ΕΚΤ. Σήμερα, για τις ασφαλιστικές οι ευκαιρίες για τοποθετήσεις έχουν αυξηθεί δραστικά. Πριν, αναγκάζονταν να επενδύσουν σε μεγαλύτερες διάρκειες η σε χαμηλότερης διαβάθμισης χρεόγραφα.
Η ζήτηση σε δημοπρασίες 30ετών γαλλικών και βελγικών ομολόγων αυξήθηκε σημαντικά μετά την άνοδο της απόδοσης πάνω από το 1,0%. Το de-risking αυτό των θεσμικών επενδυτών ενδεχομένως να πλήξει τις κινητές αξίες που επωφελήθηκαν από τις αρνητικές αποδόσεις.
Με τις προσδοκίες για τα επιτόκια στην ευρωζώνη να τα βλέπουν να κορυφώνονται λίγο πάνω από το 1,0% και με την Ελβετία και την Ιαπωνία να μη δείχνουν έτοιμες για αυξήσεις, η ανακατανομή των επενδύσεων μπορεί να πάρει χρόνια, ιδιαίτερα αφού οι πραγματικές αποδόσεις μετά τον πληθωρισμό παραμένουν αρνητικές, αντίθετα με το τι συμβαίνει στις αναδυόμενες οικονομίες.