Ακόμα και αν καταφέρουμε να επιταχύνουμε τους εμβολιασμούς, να θέσουμε υπό έλεγχο τις μεταλλάξεις του ιού και να βγούμε σύντομα από την πανδημία, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ζημιά που έχει υποστεί ο ιστός της οικονομίας είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε.
Αυτή είναι η εκτίμηση που επικρατεί στις τάξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και προκαλεί ένα ντόμινο εξελίξεων που θα έχει σημαντικό αντίκτυπο και για την ελληνική οικονομία.
Πρώτα απ’ όλα, η ανησυχία για το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς, βγάζει από το τραπέζι κάθε συζήτηση για επιβράδυνση του έκτακτου QE Πανδημίας ή PEPP, το οποίο έχει ανεβάσει στροφές τον τελευταίο μήνα με την ΕΚΤ να αγοράζει συνολικά ομόλογα ύψους 74 δισ. ευρώ το Μάρτιο, έναντι 53 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο και 60 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο.
Η Λαγκάρντ δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να προχωρήσει στην παραμικρή κίνηση που θα οδηγούσε σε επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας όταν η πανδημία είναι σε πλήρη έξαρση, παρά τα όσα δηλώνουν κατά καιρούς τα «γεράκια» του διοικητικού της συμβουλίου.
Γι’ αυτό το λόγο χαρακτήρισε «πρόωρη» την κουβέντα σχετικά με το tapering, ήτοι την σταδιακή έξοδο από τα μέτρα στήριξης. Το πιθανότερο σενάριο είναι η ΕΚΤ να επιβραδύνει τις αγορές ομολόγων μετά το καλοκαίρι για να λήξει το πρόγραμμα την άνοιξη του 2022.
Καλύτερη ορατότητα για όλα αυτά θα έχουμε μετά την εξαιρετικά σημαντική επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ η οποία θα λάβει χώρα τον Ιούνιο καθώς θα είναι διαθέσιμες οι νέες μακροοικονομικές προβλέψεις των αναλυτών της κεντρικής τράπεζας.
Μέχρι τότε, οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα περιοριστικά μέτρα θα αρχίσουν να χαλαρώνουν στο τρίμηνο Απριλίου - Ιουνίου και η πανδημική κρίση θα τελειώσει -υπό την έννοια ότι θα αρθεί και ο τελευταίος περιορισμός- στις αρχές του 2022. Το εν λόγω σετ παραδοχών δεν έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες όμως μπορεί να αλλάξει τον Ιούνιο, όταν θα υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για το που θα κυμανθούν φέτος τα τουριστικά έσοδα, τα οποία είναι καθοριστικά για το ΑΕΠ χωρών όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία.
Όλα τα παραπάνω επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου που είναι το μοναδικό στην Ευρωζώνη που δεν αξιολογείται με investment grade και ουσιαστικά εξαρτάται από τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των αναλυτών, η Ελλάδα εκτός από τα σημαντικά ποσά που θα λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα έχει και μία ακόμη πολύ μεγάλη ευκαιρία να βάλει σε τάξη οικονομία και χρέος, καθώς θα δανείζεται σχεδόν άτοκα για άλλα 5 χρόνια.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η ΕΚΤ θα προσπαθήσει να αποτρέψει μια νέα μεγάλη άνοδο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης, παρά το γεγονός ότι η Λαγκάρντ έδειξε χθες να μην ανησυχεί ιδιαίτερα.
Στον απόηχο των δηλώσεων της Γαλλίδας, ο οίκος προβλέπει ότι ενώ οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων θα σημειώνουν μικρές διακυμάνσεις έως το τέλος του 2021, οι τίτλοι της περιφέρειας ενδεχομένως να δουν τις αποδόσεις τους να μειώνονται, ιδιαίτερα στην περίπτωση που βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα και αυξηθεί η διάθεση ανάληψης κινδύνου, κλείνοντας έτσι τα spread. Η Capital Economics, μάλιστα, τονίζει ότι δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν η ΕΚΤ συνεχίσει τις αγορές ομολόγων κατά τη διάρκεια του 2022 και τα επιτόκια παραμείνουν κοντά στα τρέχοντα επίπεδα έως το 2025.
Το ενδεχόμενο συνέχισης του PEPP, έστω και με περιορισμένες αγορές, θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να επουλώσει τις πληγές της, δανειζόμενη με πολύ χαμηλά επιτόκια, χωρίς να περιμένει την επενδυτική βαθμίδα, ίσως και μέχρι να την αποκτήσει. Όσο και αν η Γερμανία αντιτίθεται στη συνέχιση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι ισορροπίες στην Ευρώπη αλλάζουν και οι βάσεις έχουν μπει για την εφαρμογή ενός «υβριδικού» προγράμματος που θα διευκολύνει την ομαλή μετάβαση.