Θ. Κοντογεώργης: Δεν θα γυρίσουμε στην εποχή που η χώρα ήταν ο παρίας της Ευρώπης

Θ. Κοντογεώργης: Δεν θα γυρίσουμε στην εποχή που η χώρα ήταν ο παρίας της Ευρώπης

Θέματα της επόμενης ημέρας για τη χώρα μας αναδείχθηκαν στη συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη, στον ραδιοφωνικό σταθμό «Real FM», όπως η στρατηγική κατεύθυνση που καλείται να πάρει η Ελλάδα, σε ποιους τομείς πρέπει να ρίξει βάρος, κ.ά.

Το πρώτο ερώτημα αφορούσε, πάντως, τη σχέση κυβέρνησης και «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ έκανε λόγο για χρήσιμη διαδικασία ελέγχου της κυβέρνησης από τους βουλευτές, η οποία «βελτιώνει την κυβέρνηση και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα στους βουλευτές να εκφράζουν έναν προβληματισμό για τα θέματα ευρύτερης πολιτικής αλλά και για τα θέματα που αφορούν τις εκλογικές περιφέρειές τους».

«Κάθε κυβέρνηση περνάει από διάφορες φάσεις, ειδικά όταν έχεις 5,5 χρόνια το τιμόνι της χώρας», αναγνώρισε. Όμως, συμπλήρωσε, «ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι έχει μία θεσμικότητα» -και αυτό είναι «κάτι από το οποίο έχουμε υποφέρει τα προηγούμενα χρόνια», ανέφερε. Και, μάλιστα, σε θέματα όπως το «πώς απευθυνόμαστε στους πολιτικούς αντιπάλους μας, πολλώ δε μάλλον πώς απευθυνόμαστε στο εσωτερικό του κόμματος. Ο πρωθυπουργός έχει δείξει με πάρα πολλές ευκαιρίες πόσο σέβεται την Κοινοβουλευτική Ομάδα και γενικότερα τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και θεσμούς».

«Το Κοινοβούλιο είναι το βασικό forum ανταλλαγής απόψεων και κριτικής» σημείωσε ο κ. Κοντογεώργης, τονίζοντας τη σημασία συνεργασίας μεταξύ υπουργών και βουλευτών.

Αλλάζοντας θέμα, και σε συνέχεια της ομιλίας του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, τη Δευτέρα, στο υπουργείο Ανάπτυξης, «δεν θέλουμε να γυρίσουμε σε εποχές που η χώρα μας ήταν ο παρίας της Ευρώπης. Αντίθετα θέλουμε να πάμε σε μια εποχή, όπου συγκλίνουμε περισσότερο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο», επεσήμανε εισαγωγικώς. «Θέλουμε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης -με αρκετό κόπο και θυσίες του ελληνικού λαού αυτό το πετυχαίνουμε- θέλουμε να ανακτήσουμε την εθνική αυτοδυναμία μας», πρόσθεσε.

Αναδεικνύοντας, επίσης, τον στόχο της περιφερειακής σύγκλισης, πώς δηλαδή «το μέρισμα της ανάπτυξης να κατανέμεται αναλογικά, ομοιογενώς και δίκαια σε όλη την ελληνική επικράτεια», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ είπε πως είναι εξίσου σημαντικός με τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Αντίθετα πρέπει να επιταχύνουμε σε τομείς όπως είναι η μεταποίηση, η βιομηχανία, η καινοτομία, η αξιοποίηση της τεχνολογίας». Ειδικά για το τελευταίο παρατήρησε πως «ένας τρόπος να καλύψουμε το χαμένο έδαφος» για χώρες που έχουν μείνει πίσω ιστορικά -«όπως η δική μας λόγω των πολλών κρίσεων»- είναι η τεχνολογία. Επανέλαβε, δε, τις στοχευμένες πολιτικές του υπουργείου Ανάπτυξης στις παραμεθόριες περιοχές, τον τουρισμό κ.ά.

Αλλά και η έκθεση του Μάριο Ντράγκι που θέτει τα θέματα της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, «βάζει δύο μεγάλους άξονες, τη βιομηχανία και την καινοτομία», υπενθύμισε, συμπληρώνοντας ότι θα υπάρξουν οφέλη για τη χώρα, όπως στις θέσεις εργασίας, από μια τέτοια στροφή στη βιομηχανία και την καινοτομία.

Ειδικά για την αμυντική βιομηχανία, ο κ. Κοντογεώργης διαβεβαίωσε ότι «με δημοσιονομικά συνετό τρόπο η χώρα αναπρογραμμάτισε τις αμυντικές δαπάνες της, παραγγέλλοντας αμυντικά εργαλεία αιχμής που ενισχύουν πραγματικά την αποτρεπτική ικανότητα». «Είχε περάσει ένα ικανό διάστημα από το τελευταίο πρόγραμμα εξοπλισμών», υπενθύμισε και υπογράμμισε τον ρόλο που παίζει η Ελλάδα στο διεθνές γίγνεσθαι, χάρη και στο πολιτικό κεφάλαιο του πρωθυπουργού, σε αμυντικές συμφωνίες, συμμαχίες με άλλες χώρες κ.λπ.

«Ο πρωθυπουργός μαζί με τον Ντόναλντ Τουσκ είχαν θέσει την ανάγκη να υπάρξει κοινή αμυντική πολιτική με βασικό πυλώνα την ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας. Υπάρχει ένα πλαίσιο καλύτερης συνεργασίας και συνεννόησης», δήλωσε, ενώ αναφέρθηκε και στο σχέδιο του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την ενίσχυση, με τεχνολογία αιχμής, της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η συζήτηση έγινε στο νέο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και, εν κατακλείδι, «η προσπάθεια συνεχίζεται, η Ελλάδα δεν είναι μόνη της πλέον».