«Η νέα κυβέρνηση που εκλέχθηκε το καλοκαίρι έχει βάλει τέλος στον παράλογο δημοσιονομικό περιορισμό και μειώνει τους φορολογικούς συντελεστές για επιχειρήσεις και επενδύσεις», επισήμανε ο υφυπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, υπογραμμίζοντας ότι «το 2020 θα διαθέτουμε ένα από τα πιο ανταγωνιστικά φορολογικά καθεστώτα για επιχειρήσεις μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ».
Ειδικότερα, μιλώντας στο συνέδριο του Economist στο Λονδίνο με τίτλο «Cyprus-Greece–Israel: Propelling a partnership for growth», ο κ. Σκυλακάκης επισήμανε ότι «προωθούμε επίσης διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις και επιταχύνουμε τις ιδιωτικοποιήσεις σε όλα τα πεδία που μπορούμε» και εξήγησε ότι «το γεγονός αυτό δημιουργεί μία μοναδική ευκαιρία για επενδύσεις και ανάπτυξη καθώς η Ελλάδα προσφέρει πληθώρα επενδυτικών σχεδίων και ευκαιριών, που έχουν αναβληθεί».
Όπως είχε εξηγήσει ο ίδιος αρχικά, «η Ελλάδα υποαποδίδει αναπτυξιακά από το 2017, έτος κατά το οποίο εξήλθε επιτέλους από την εφιαλτική ύφεση που ξεκίνησε το 2008. Ο λόγος είναι απλός. Μετά από 9 χρόνια κρίσης και αποεπένδυσης, απέτυχε να πυροδοτήσει την αύξηση των επενδύσεων που απαιτεί μία ανάκαμψη ωθούμενη από τις επενδύσεις. Το 2018 εμφάνισε τον χαμηλότερο δείκτη επενδύσεων προς ΑΕΠ στην εν λόγω περιφέρεια αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη. Διέθετε επίσης και συνεχίζει να διαθέτει την υψηλότερη ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός αυτό είχε εμφανείς επιπτώσεις για τις προοπτικές συνολικά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς είναι η πιο ανεπτυγμένη – μαζί με την Κύπρο – οικονομία στην περιοχή».
Ο κ. Σκυλακάκης χαρακτήρισε απλούς τους λόγους που συνέβη αυτό και όπως ανέφερε συγκεκριμένα: «μία υπερβολικά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, επιπλέον των δημοσιονομικών στόχων που καθόριζαν οι πιστωτές της Ελλάδας, η οποία βασιζόταν στην υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων. Από το 2016 έως το 2018 τα πρωτογενή πλεονάσματα που επιτεύχθηκαν ήταν κατά μέσο όρο δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους που καθόρισαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί».
Σύμφωνα με τον ίδιο ωστόσο, «εκατοντάδες επιχειρήσεις που επιβίωσαν τη χειρότερη οικονομική κρίση στον Δυτικό κόσμο από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάζονται κεφάλαια και επενδύσεις για να αναπτυχθούν ξανά. Μία αγορά ακινήτων γεμάτη ευκαιρίες στο τέλος μίας ακραίας περιόδου συρρίκνωσης, μοναδικές δυνατότητες στις επενδύσεις καθαρής ενέργειας».
«Η δυνητική απόδοση των επενδύσεων στην Ελλάδα σήμερα μπορεί να είναι εξαιρετική, καθώς η κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε ευκαιρία», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Σκυλακάκης, επισημαίνοντας ότι υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό:
«1. Η Ελλάδα διαθέτει μία ισχυρή και φιλική προς την επιχειρηματικότητα κυβέρνηση με μία τετραετία μπροστά της χωρίς εκλογές. Καμία απολύτως εκλογική αναμέτρηση, ούτε καν για την αυτοδιοίκηση.
2. Οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το ελληνικό χρέος έχουν μειωθεί δραματικά. Το επιτόκιο για το 10ετές ομόλογο έχει υποχωρήσει από 3,9% στο 1,5% από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι σήμερα. Η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο δείχνει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει τη μείωση του χρέους στο 100% του ΑΕΠ πέντε χρόνια ταχύτερα. Η νέα παγκόσμια πραγματικότητα που προβλέπουν οι αγορές, με επίκεντρο τον μακροπρόθεσμα χαμηλό πληθωρισμό εξαιτίας της καινοτομίας και τα χαμηλά ή αρνητικά επιτόκια, μειώνει δραστικά το βαθμό στον οποίο το ελληνικό χρέος αποτελεί περιοριστική παράμετρο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
3. Η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα πρόγραμμα δημοσιονομικών και επενδυτικών μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας. Η συμφωνία για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% τελειώνει θεσμικά το αργότερο το 2022 και στόχος μας είναι να το πετύχουμε πολύ νωρίτερα πείθοντας τους Ευρωπαίους εταίρους μας ότι η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους βελτιώνεται όταν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι χαμηλότερα. Σκοπεύουμε επίσης να πείσουμε τους εταίρους μας ότι είναι εύλογο -και από πλευράς βιωσιμότητας του χρέους- να χρησιμοποιήσουμε τα κέρδη από τα ANFAs και τα SMPs για επενδύσεις αντί για την εξυπηρέτηση του χρέους».
Καταλήγοντας ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε ότι «η Ελλάδα παραμένει τέλος μία ανεπτυγμένη οικονομία, μέλος της Ευρωζώνης με σύγχρονες υποδομές και ένα καλά εκπαιδευμένο και ικανό εργατικό δυναμικό. Προχωρούμε λοιπόν μπροστά και αναζητούμε συνεργάτες και εταίρους για να αξιοποιήσουμε τις μοναδικές επενδυτικές ευκαιρίες που διαθέτει η Ελλάδα σήμερα».