Η άνοδος αποδόσεων στα ομόλογα επανέφερε την συζήτηση κατά πόσο είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Για να υπάρξει όμως μία κρίση χρέους σε μία οικονομία θα πρέπει οι δανειστές να μην είναι πρόθυμοι να δανείσουν τα χρήματά τους. Αυτό μπορεί να συμβεί σε δύο περιπτώσεις: Είτε διότι η σχέση χρέους προς ΑΕΠ (ονομαστικές τιμές) αυξάνεται κατά τρόπο ανεξέλεγκτο δημιουργώντας χρηματοδοτικές υποχρεώσεις π.χ. πάνω από το 20% του ΑΕΠ, είτε διότι τα επιτόκια είναι μικρότερα του πληθωρισμού και συνεπώς υπάρχει απροθυμία δανεισμού. Η τελευταία αυτή κατάσταση είναι ασταθής διότι θα οδηγήσει σε άνοδο των επιτοκίων κ.λ.π. Αντιλαμβανόμαστε ότι κάπου εδώ βρισκόμαστε αλλά αυτό δε συνιστά μία κρίση χρέους του τύπου του 2010.
Η σημαντικότερη όμως μεταβλητή που τελικά επηρεάζει τις συνθήκες βιωσιμότητας του χρέους είναι η σχέση μεταξύ του μέσου ονομαστικού επιτοκίου με τον οποίο χρεώνεται το δημόσιο χρέος και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας. Η σχέση αυτή δύσκολα θα κλονιστεί σε επίπεδο Ευρωζώνης και το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Άρα ενώ δε διαφαίνεται η προοπτική μίας σοβαρής κρίσης χρέους θα υπάρχουν περίοδοι όπου στις αγορές κεφαλαίου θα υπάρχει αστάθεια.
Αυτό αποφάσισε και η ΕΚΤ που ανακοίνωσε ότι θα δημιουργήσει ένα ειδικό «εργαλείο» προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι «ασύμμετρες πιέσεις» στα ομόλογα της περιφέρειας. Ενα εργαλείο, που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις η ΕΚΤ θα «αναλαμβάνει δράση» στην αγορά ομολόγων συγκεκριμένων κρατών μελών.
Βεβαίως, βιώνουμε μια συγκυρία συνεχούς αύξησης των δημοσιονομικών υποχρεώσεων σε όλο τον πλανήτη με ταυτόχρονη αύξηση των επιτοκίων σε ένα περιβάλλον καθήλωσης των ρυθμών ανάπτυξης. Αν αντίθετα ταυτόχρονα με την αύξηση των επιτοκίων ενισχύονταν και η ανάπτυξη, τότε, τα επίπεδα ανησυχίας θα ήταν πολύ χαμηλότερα ως προς την προοπτική μελλοντικού αποκλεισμού κάποιας ευρωπαϊκής οικονομίας από τις αγορές.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πιθανότητα να έχουμε φέτος ένα σημαντικό ρυθμό μεγέθυνσης είναι σχετικά περιορισμένη παρά τα καλά μηνύματα που έδωσαν τα στατιστικά στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο της ελληνικής οικονομίας. Εντούτοις, η πορεία της ελληνικής ανάπτυξης είναι πολύ καλύτερη απ' ότι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών.
Η οικονομία που απασχολεί περισσότερο την Ευρώπη είναι η ιταλική. Ο λόγος είναι ότι η Ιταλία εδώ και χρόνια δεν διατηρεί υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης. Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ιταλίας είναι αποτέλεσμα της δομής, του μεγέθους και του δυισμού της. Επίσης, έχει υψηλή εξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές ροές και τώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η απεμπλοκή από τη ρωσική ενέργεια, η χώρα βρίσκεται εκτεθειμένη.
Το πρόβλημα στην Ευρωζώνη μπορεί να μην αφορά την παρούσα συγκυρία, όπως φρόντισε να καθησυχάσει προ ημερών ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ. Το πρόβλημα ωστόσο δεν παύει να είναι υπαρκτό, ειδικά όσον αφορά την ιταλική οικονομία, της οποίας το μέγεθος είναι μεγάλο. Το χρέος της, ύψους 154% του ΑΕΠ, αντιπροσωπεύει ένα ποσό 2,7 τρισ. ευρώ και συνιστά κίνδυνο πρώτου μεγέθους όχι μόνο για την ίδια, αλλά για το σύνολο της Ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, Ιταλία και Ισπανία ανησυχούν περισσότερο τις αγορές απ' ότι η Ελλάδα. Και αυτό γιατί η χώρα μας διατηρεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλό μέσο χρόνο αποπληρωμής, σταθερά - κλειδωμένα επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα και μόνο ένα μικρό ποσοστό του χρέους μας βρίσκεται ελεύθερο στις αγορές.
Αν και στην Ευρωζώνη ο κίνδυνος μιας κρίσης χρέους εκτείνεται σε βάθος χρόνου, δεν ισχύει το ίδιο για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αυτές τη βιώνουν ήδη. Από την Αίγυπτο, έως τη Σρι Λάνκα, βλέπουμε πως χώρες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν το εξωτερικό τους χρέος. Οι χώρες αυτές αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών και λόγω των ενεργειακών εκροών. Σε αυτές τις χώρες συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία. Νομίζω πως το ΔΝΤ θα έχει πολύ δουλειά στο εξής στις αναπτυσσόμενες χώρες.
* Ο Π.Ε. Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής ΕΚΠΑ