Συντονισμένες ή όχι πριν από τη σύνοδο του G7 αργότερα αυτόν τον μήνα, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες επιταχύνουν τις αυξήσεις επιτοκίων, ενώ παράλληλα αποστραγγίζουν την τεράστια λίμνη ρευστότητας που στριφογυρίζει στις αγορές, ενισχύοντας τα νομίσματά τους για να συγκρατήσουν τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σκληροπυρηνικός μονεταριστής για να αντιληφθεί ότι το μέγεθος της επιχείρησης αυτής θα επηρεάσει τις αγορές ομολόγων και μετοχών το επόμενο διάστημα.
Η διαδικασία άρχισε από τα τέλη του 2021 και συνέβαλε στη βουτιά του 20%-30% των χρηματιστηριακών δεικτών από τον Δεκέμβριο. Το ανησυχητικό για τους επενδυτές είναι ότι μάλλον βρισκόμαστε κάπου στο μέσο και ότι η επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής δεν δείχνει να τρομάζει τους αξιωματούχους των κεντρικών τραπεζών αυτή τη στιγμή.
Οι αυξήσεις επιτοκίων που τράβηξαν την προσοχή πρόσφατα από την Federal Reserve των ΗΠΑ, την Τράπεζα της Αγγλίας και την ελβετική κεντρική τράπεζα δείχνουν την αποφασιστικότητα τους να τα βάλουν με τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων δεκαετιών το ταχύτερο δυνατό και ενώ τα ποσοστά ανεργίας βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά.
Ο πονοκέφαλος στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει να κάνει με το πώς θα συγκρατήσει την άνοδο των «πριμ» στα κρατικά ομόλογα, καθώς ετοιμάζεται να ανεβάσει τα επιτόκιά της τον Ιούλιο για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία. Η συμφωνία για ένα μηχανισμό που θα απομακρύνει τον κίνδυνο κατακερματισμού της πολιτικής της ήταν το αντάλλαγμα για την στροφή της προς σφιχτότερη νομισματική πολιτική και οι αγορές προεξοφλούν σήμερα αύξηση επιτοκίων δύο ποσοστιαίων μονάδων μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς.
Η αύξηση της Fed κατά 75 μονάδες βάσης ήταν η μεγαλύτερη σε μια συνεδρίαση τα τελευταία 28 χρόνια με τις αγορές να αναμένουν ότι το παρεμβατικό της επιτόκιο θα διπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο. Η Τράπεζα της Αγγλίας επίσης αναμένεται να διπλασιάσει τα επιτόκια της πάνω από το 2% παρόλο που η βρετανική οικονομία έχει αρχίσει να βαριανασαίνει.
Η κίνηση σοκ από την ελβετική κεντρική τράπεζα την προηγούμενη εβδομάδα έριξε νέα κούτσουρα στη φωτιά, αφήνοντας μόνη της την Τράπεζα της Ιαπωνίας ανάμεσα στις μεγάλες κεντρικές τράπεζες να κρατά τα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.
Η ύφεση θα είναι μάλλον το αναπόφευκτο τίμημα.
Επιτρέποντας στον πληθωρισμό να παραμείνει υψηλός θα οδηγούσε αργά η γρήγορα στο ίδιο αποτέλεσμα λόγω της πίεσης στα περιθώρια των επιχειρήσεων και στα πραγματικά εισοδήματα.
Ωστόσο, τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού των κεντρικών τραπεζών είναι μία μόνο πλευρά της ιστορίας και η μεγάλη συρρίκνωση των ισολογισμών τους θα έχει άμεση επίπτωση στις παγκόσμιες αγορές.
Η ποσοτική σύσφιξη της Fed και το αντίστοιχο σχέδιο της ΕΚΤ, όσο περίπλοκο και να είναι λόγω του εργαλείου αντικατακερματισμού που επεξεργάζεται, θα φέρει απόσυρση ρευστότητας.
Παρόλο που ο ισολογισμός της Fed υπερβαίνει ακόμη τα 8 τρισ. δολάρια λίγο πριν αρχίσει η ποσοτική σύσφιξη, οι καταθέσεις των εμπορικών τραπεζών στο παθητικό της, εκεί που που πηγάζει η πραγματική ρευστότητα για τις παγκόσμιες αγορές, έχουν μειωθεί κατά σχεδόν 1 τρισ. δολάρια από τον Δεκέμβριο και αυτό πριν από την αναμενόμενη συρρίκνωση των 1 με 2 τρισ. δολάρια τους επόμενους 18 μήνες.
Πέρα από την Fed, υπάρχει και η συρρίκνωση του ισολογισμού της Τράπεζας της Αγγλίας. Η έκπληξη από την ελβετική κεντρική τράπεζα σηματοδοτεί ότι ασπάζεται μια πολιτική ενίσχυσης του φράγκου για να εξουδετερώσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό και να σταματήσει τη συσσώρευση ξένων μετοχών και ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο της.
Η επιθετική στροφή της Fed υπόσχεται περαιτέρω ενδυνάμωση του δολαρίου και θα αναγκάσει και άλλες κεντρικές τράπεζες σε παρόμοιες κινήσεις σύσφιξης για να αποφύγουν επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων στις οικονομίες τους λόγω των υψηλότερων τιμών για εισαγόμενη ενέργεια και τρόφιμα που τιμολογούνται σε δολάρια.