Η πρόβλεψη του Γιάννη Στουρνάρα ότι η ΕΚΤ μπορεί να προχωρήσει φέτος ακόμη και σε τέσσερις μειώσεις επιτοκίων, εκφράζει την επιθυμία των χωρών εκείνων, όπως η Ελλάδα, που ζητούν από την κεντρική τράπεζα να δώσει ώθηση στην οικονομία της Ευρωζώνης.
Η οικονομία της ζώνης του ευρώ, από τις επιδόσεις της οποίας εξαρτάται άμεσα η ελληνική, βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και πάνω από ένα χρόνο, παλεύοντας κυριολεκτικά κάθε τρίμηνο με την ύφεση.
Το 2023 έκλεισε για την Ευρωζώνη στο 0,5%, δηλαδή μηδέν εις το πηλίκο, για μία οικονομία που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αναιμικές επιδόσεις της Γερμανίας. Και για μια οικονομία, όπως η ελληνική, της οποίας οι επιδόσεις εξαρτώνται άμεσα από την πορεία της Ευρωζώνης, η ήπια ύφεση που αυτή διανύει, παραμένει ένας ισχυρός κίνδυνος, ειδικά όταν προστίθεται στο βάρος του δημοσίου χρέους, το δημογραφικό και τις ασύμμετρες γεωπολιτικές απειλές.
Εφόσον επιβεβαιωθεί η εκτίμηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας και δούμε φέτος τέσσερις μειώσεις επιτοκίων από την Φρανκφούρτη, από 25 μονάδες βάσης εκάστη, αυτό μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετική είδηση για την ασθμαίνουσα ευρωπαική οικονομία και πολύ καλά νέα για την ελληνική.
Σημαίνει ότι το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα πέσει από το 4% σήμερα, στο 3%, με τελικό προορισμό να παραμένει πάντα το 2%, αναλόγως φυσικά των εξελίξεων στο πληθωρισμό.
Σημαίνει ότι το χρήμα θα γίνει φθηνότερο για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ότι οι χρηματοδοτικές συνθήκες θα βελτιωθούν και οι επενδύσεις, τις οποίες τόσο πολύ χρειάζεται η ελληνική οικονομία, θα διευκολυνθούν. Οσο μειώνεται το επιτόκιο δανεισμού, τόσο η προσδοκώμενη χρηματοροή μιας επένδυσης, της οποίας μπορεί η βιωσιμότητα να ήταν πριν οριακή, τώρα αυξάνεται.
Σημαίνει επίσης ότι όσο αυξάνεται η ώθηση στην ευρωπαική οικονομία, αυξάνονται και οι επιδόσεις των ελληνικών εξαγωγών, οι οποίες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Ευρωζώνη.
Επίσης, μια παράμετρος που βοηθά στη βιωσιμότητα τόσο του Δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού χρέους είναι η διαφορά ανάμεσα στον ονομαστικό ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης (πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης συν πληθωρισμός) και το ονομαστικό επιτόκιο. η διαφορά αυτή καθορίζει τη βισωιμότητα του χρέους. Οσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιο βιώσιμα γίνονται και τα χρέη, τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά.
Η απάντηση φυσικά στο ερώτημα αν αρκεί από μόνη της μια μείωση στο κόστος δανεισμού για να καλύψει ταχύτερα η Ελλάδα την απόσταση που τη χωρίζει από την Ευρωζώνη στις επενδύσεις, είναι αρνητική.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι πολύ πιο ουσιώδεις για μια χώρα σαν την Ελλάδα απ' ότι οι μειώσεις στο κόστος δανεισμού. Απ' αυτές θα εξαρτηθεί αν θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της οικονομίας, η ανταγωνιστικότητά των ελληνικών επιχειρήσεων, η μείωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς και η διεύρυνση της δυνατότητας παραγωγής προιόντων και υπηρεσιών, υψηλής προστιθέμενης αξίας, μέσω νέων επενδύσεων.
Απ' αυτές δηλαδή θα εξαρτηθεί η αύξηση των επενδύσεων, οι οποίες πέρυσι αντιπροσώπευαν στην Ελλάδα μόλις το 14,3% του ΑΕΠ, όταν στην Ευρωζώνη κατείχαν το 21,3%. Και για να φτάσουμε στο κεφαλαιακό απόθεμα του 2009, των 780 δισ. ευρώ, από το οποίο χάθηκαν τα 100 δισ. ευρώ περίπου, οι επενδύσεις στην Ελλάδα θα πρέπει να αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό πάνω από 8% έως το 2031, όπως είχε πει στο πρόσφατο συνέδριο του Ταμείου Ανάκαμψης στην Αθήνα, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, Τάσος Αναστασάτος.
Εννοείται ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό, ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο δεν αρκεί απλά από μόνη της μια μείωση στο κόστος δανεισμού. Από τα 27,8 δισ. ευρώ των επενδύσεων πέρυσι στη χώρα (σε όρους όγκου), εκ των οποίων οι άμεσες ξένες ήταν μόνο 4,48 δισ. , η συντριπτική πλειονότητα αφορούσε ακίνητα, αντικατάσταση μηχανολογικού εξοπλισμού, κατασκευές και φυσικά τουρισμό. Αυτή η «μονοκαλλιέργεια» που θεωρείται ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ, θα σπάσει μόνο με μεταρρυθμίσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνει ευκολότερη τη δουλειά ενός επενδυτή μια σημαντική μείωση των επιτοκίων δανεισμού.
Η μεγάλη εικόνα που βλέπουν όσοι πιέζουν για ταχύτερες μειώσεις επιτοκίων είναι ο κίνδυνος ύφεσης στην Ευρωζώνη, η οποία βλέπει ήδη το ΑΕΠ της να βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα, που συνεπάγεται πως αν καθυστερήσουν οι μειώσεις μπορεί η οικονομία να δεχτεί ισχυρό πλήγμα από τις εδώ και δύο χρόνια «σφιχτές» χρηματοδοτικές συνθήκες.
Ο φόβος της ύφεσης είναι και ο βασικός λόγος που οδεύουμε σε μείωση επιτοκίων. Στην ουσία η ΕΚΤ αναμένει έως τον Ιούνιο για να αναλάβει το μικρότερο δυνατό ρίσκο με τον πληθωρισμό, διότι κίνδυνος αναθέρμανσης πάντα θα υπάρχει. Γι’ αυτό και οι μειώσεις δεν θα γίνουν επιθετικά αλλά ήπια και σταδιακά και πάντα με γνώμονα τα διαθέσιμα κάθε φορά στοιχεία για την οικονομία.
Η μια όψη της συζήτησης για τις μειώσεις των επιτοκίων, είναι αυτή. Η άλλη αφορά το πώς θα επηρεάσουν το πληθωρισμό. Όσο πιο φθηνό γίνεται το χρήμα, τόσο πιο εύκολα κυκλοφορεί, άρα μπορεί να δώσει ώθηση στον πληθωρισμό και η ΕΚΤ θέλει να σιγουρευτεί ότι βρίσκεται σταθερά σε πτωτική τροχιά πριν προχωρήσει σε μειώσεις. Κινδυνεύει διαφορετικά να χάσει την αξιοπιστία της αν μειώσει πρόωρα τα επιτόκια και σημειωθεί δεύτερο κύμα πληθωρισμού.
Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος που η άποψη του Γιάννη Στουρνάρα, η οποία αντανακλά την άποψη των «περιστεριών», μεταξύ των οποίων Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα, δεν αφορά τους πάντες. Το είπε όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε χθες ο κεντρικός τραπεζίτης, μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα», λέγοντας «ορισμένοι συνάδελφοι είναι πιο επιφυλακτικοί και πιστεύουν ότι οι μειώσεις των επιτοκίων θα πρέπει να είναι πιο μέτριες».
Είναι της άποψης ότι αν ο πληθωρισμός εξελιχθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις μας για τον Μάρτιο και εάν αυτή η τάση συνεχιστεί μέχρι το τέλος του έτους, τότε φέτος θα έχουμε μειώσεις στα βασικά επιτόκια από την ΕΚΤ, κατά τέσσερις φορές, ακόμη και κατά 25 μονάδες βάσης κάθε φορά.
Αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη ανατροπή βάσει των οικονομικών στοιχείων, λογικά τον Ιούνιο θα δούμε από την ΕΚΤ τη πρώτη μείωση εδώ και χρόνια, για να ακολουθήσει η Fed τον Ιούλιο ή τον Σεπτέμβριο, ενώ υπάρχει πάντα και το σενάριο της ταυτόχρονης μείωσης σε Αμερική και Ευρώπη μέσα στο καλοκαίρι.