Η υποστήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι το βασικό ζητούμενο της σημερινής μείωσης κατά 0,25%, στο 3% των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η εξασθένηση της ζήτησης απειλεί να πλήξει την ανάπτυξη, σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας αβεβαιότητας.
Οι αγορές, προβλέπουν ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, θα προχωρήσει σε μια ακόμη μείωση τον Δεκέμβριο, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και το 2025.
Μάλιστα δεν είναι λίγοι οι αναλυτές, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η τιθάσευση του πληθωρισμού έχει περάσει, πλέον, σε δεύτερο πλάνο, μετά τη μείωση του στο 1,8%, στην ευρωζώνη, ενώ το ενδιαφέρον της ΕΚΤ έχει επικεντρωθεί στην αδύναμη ανάπτυξη.
Αναλυτικά, όπως αναφέρει η ΕΚΤ σε σχετική ανακοίνωση, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να μειώσει το επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων – το επιτόκιο μέσω του οποίου δίνει την κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής – κατά 25 μονάδες βάσης.
Το δεδομένο είναι , πλέον, ότι οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα. Μάλιστα, η μεγαλύτερη οικονομία της ζώνης, η Γερμανία ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το 2024 θα είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης με την οικονομική συρρίκνωση να φτάνει το 0,2% έναντι ύφεσης 0,3% το 2023.
Η Ιταλία, από την άλλη πλευρά θα πρέπει να κοπιάσει πολύ για να αντλήσει από τις αγορές τα περίπου 700 δισ. ευρώ που απαιτεί η αναχρηματοδότηση του χρέους της. Σε ό,τι αφορά τη Γαλλία, το έλλειμμα, φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος της φτάνει το 118% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας των τριών παραπάνω οικονομιών της ευρωζώνης, σύμφωνα με τους αναλυτές δεν θα ξεπεράσει το 1%.
Η διατήρηση των επιτοκίων, λοιπόν, σε υψηλά επίπεδα θα δημιουργούσε πρόβλημα στις τρεις μεγάλες οικονομίες καθώς η οικονομία τους δεν αντέχει να πληρώνει υψηλούς τόκους.
Προβλήματα αναμένεται να αντιμετωπίσουν και οι χώρες του νότου, όπως Ισπανία και Πορτογαλία αλλά και η Ελλάδα, της οποίας οι επιδόσεις είναι θετικές. Η Ελλάδα περισώζεται από την πολιτική υψηλών επιτοκίων καθώς το ετήσιο δανειακό πρόγραμμα, τόσο για το 2024, όσο και για το 2025, δεν θα ξεπερνάει τα 8-10 δισ. ευρώ, λόγω και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που επιτυγχάνονται.
Πέρα από τα οικονομικά της ευρωζώνης, υπάρχουν και άλλες παράμετροι που λαμβάνονται υπ όψη , όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι οποίοι ανησυχούν τους οικονομολόγους Οι τιμές πετρελαίου έχουν ενισχυθεί 9% από την αρχή του Οκτωβρίου όταν κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή.
Επίσης, εάν ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κερδίσει τις εκλογές και εφαρμόσει τους δασμούς 10% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, αυτό θα έπληττε την ανάπτυξη της Ευρωζώνης και θα ενίσχυε το σενάριο για μειώσεις επιτοκίων, εκτιμούν οικονομολόγοι.
Τα στοιχεία και η ανακοίνωση
Τα αναθεωρημένα στοιχεία έδειξαν ότι ο πληθωρισμός τον Σεπτέμβριο ήταν τελικά χαμηλότερος απ' ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά, στο 1,7% τον Σεπτέμβριο, από 1,8% που είχε ανακοινωθεί αρχικά και 2,2% τον Αύγουστο. Τον Σεπτέμβριο του 2023 ο πληθωρισμός ήταν στο 4,3%.
Η σημαντική επιβράδυνση του πληθωρισμού το 2024 επέτρεψε στην ΕΚΤ να ανοίξει τον Ιούνιο τον κύκλο χαλάρωσης της πολιτικής της. Η τράπεζα έκανε ένα "διάλειμμα" τον Ιούλιο για να επιστρέψει στις μειώσεις τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.
Αυτή είναι η πρώτη συνεχόμενη μείωση των επιτοκίων σε 13 χρόνια και δείχνει ότι η ΕΚΤ αρχίζει πλέον να δίνει μεγαλύτερο βάρος στην προστασία της οικονομίας καθώς η Ευρωζώνη έχει μείνει πολύ πίσω από τις ΗΠΑ σε όρους οικονομικής ανάπτυξης. Στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου η τράπεζα αναθεώρησε χαμηλότερα τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη προβλέποντας αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,8% το 2024 από 0,9% προηγουμένως και 1,3% το 2025 από 1,4%.
Ειδικότερα, όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ, το Δ.Σ. αποφάσισε σήμερα να μειώσει τα τρία βασικά επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης. Συνεπώς, τα επιτόκια στο διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων, των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης θα μειωθούν στο 3,25%, 3,40% και 3,65% αντίστοιχα, με ισχύ από 23 Οκτωβρίου.
Τι δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει την προσέγγισή της να μη δεσμεύεται για την πορεία μείωσης των επιτοκίων και να παίρνει αποφάσεις σε κάθε συνεδρίαση, ανάλογα με τα νεότερα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομία, δήλωσε η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ μετά τη σημερινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας για μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης (ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας).
Τον Δεκέμβριο, συνεπώς, που είναι προγραμματισμένη η επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, θα αποφασιστεί αν θα μειωθούν ξανά τα επιτόκια, με βάση τα νεότερα στοιχεία που θα δουν το φως της δημοσιότητας τις επόμενες έξι εβδομάδες.
Η κυρία Λαγκάρντ χαρακτήρισε ως παράδειγμα για την προσέγγιση που ακολουθεί, τη σημερινή απόφαση, καθώς τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου είχαν όλα καθοδική κατεύθυνση, είτε αφορούσαν τις τιμές είτε την οικονομική δραστηριότητα.
Αυτό, είπε, ενίσχυσε την εμπιστοσύνη των μελών του ΔΣ ότι ο πληθωρισμός είναι σε καλό δρόμο για να επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, οδηγώντας στην ομόφωνη απόφαση για μείωση των επιτοκίων.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ αναφέρθηκε στη μείωση του πληθωρισμού στο 1,7% τον Σεπτέμβριο από 2,2% τον Αύγουστο και στην αρνητική έκπληξη για την οικονομική δραστηριότητα τον περασμένο μήνα, με βάση στοιχεία έρευνας.
Απαντώντας στο ερώτημα, αν η ΕΚΤ δίνει πλέον μεγαλύτερη σημασία στην ανάπτυξη της οικονομίας παρά στη μείωση του πληθωρισμού, διευκρίνισε ότι η πορεία της οικονομίας λαμβάνεται υπόψη επειδή επηρεάζει σημαντικά τις προοπτικές του πληθωρισμού.
Παρά τη μείωση της δραστηριότητας τον Σεπτέμβριο, παραμένουν οι προσδοκίες της ΕΚΤ για ομαλή προσγείωση της οικονομίας της Ευρωζώνης, είπε η κυρία Λαγκάρντ, προσθέτοντας ότι δεν φαίνεται κίνδυνος ύφεσης της οικονομίας.
Απαντώντας σε ερώτηση, αν συζητήθηκε το ενδεχόμενο μεγαλύτερης μείωσης των επιτοκίων -κατά 50 μ.β- σήμερα, είπε ότι η μόνη εισήγηση που έγινε ήταν για μείωση κατά 25 μ.β. και αυτή συζητήθηκε.
Τέλος, για τον κίνδυνο ο πληθωρισμός να υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 2%, η πρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι υπάρχουν κίνδυνοι τόσο να συμβεί αυτό όσο και να κινηθεί ο πληθωρισμός πάνω από το 2%.