Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Ο απολογισμός της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ είναι δυστυχώς τραγικός. Όσο και αν θέλει ο πρωθυπουργός να μιλάει για τον πρώτο επεκτατικό προϋπολογισμό τα νούμερα δείχνουν ότι η Ελλάδα πλήρωσε πολύ ακριβά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ζημιά με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς ξεπερνάει τα 100 δισ. ευρώ για την ελληνική οικονομία (περίπου 20 δισ. ευρώ από την ύφεση, 60 δισ. ευρώ από την αύξηση του χρέους, 30 δισ. ευρώ από καταθέσεις που λείπουν από τις τράπεζες, 18 δισ. ευρώ η ζημιά στις τράπεζες από την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση).
Οι δε φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις στριμώχτηκαν ακόμα περισσότερο. Είναι προφανώς εξαιρετικά δύσκολο για το κυβερνών κόμμα αλλά και το οικονομικό επιτελείο να καταλάβει ότι η επιβολή ενός ακόμα φόρου λειτουργεί πολλαπλασιαστικά όχι μόνο για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις αλλά και για την ελληνική οικονομία. Οι φόροι που επιβλήθηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις ήταν πολλοί αλλά αυτοί που εξόντωσαν ήταν οι τελευταίοι που εφαρμόσθηκαν αλλά και αυτοί που έχουν νομοθετηθεί για το 2020.
Είναι ενδεικτικό ότι για κάθε τέσσερα ευρώ μέτρων (φόροι, εισφορές, περικοπές συντάξεων και επιδομάτων) που έλαβε η κυβέρνηση την περίοδο της διακυβέρνησής της, επέστρεψε ένα ευρώ και μάλιστα σε μικρό τμήμα του πληθυσμού. Και το ευρώ που επιστράφηκε προήλθε από την εξόντωση της μεσαίας τάξης (με τεράστιες φορολογικές επιβαρύνσεις και υψηλές ασφαλιστικές εισφορές), ενώ την ίδια στιγμή εκτινάχθηκαν οι κατασχέσεις, περιορίστηκαν οι δημόσιες επενδύσεις, σταμάτησαν οι πληρωμές των οφειλών του Δημοσίου, ενώ καταργήθηκαν προνοιακά επιδόματα, ακόμα και το ΕΚΑΣ. Σύμφωνα με τα στοιχεία, εκτός από τα σκληρά μέτρα ύψους 9,5 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση έκοψε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 1,8 δισ. ευρώ και κατά πάσα πιθανότητα οι περικοπές θα φθάσουν περί τα 2,3 δισ. ευρώ συνολικά, προκειμένου να καταφέρει να διανείμει μέρισμα συνολικά περίπου 3 δισ. κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2016 η κυβέρνηση έκοψε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά 446 εκατ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτήσει το μέρισμα ύψους 717 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, την ίδια χρονιά μειώθηκε το αφορολόγητο όριο, αυξήθηκε η εισφορά αλληλεγγύης, περικόπηκαν οι συντάξεις, αυξήθηκε ο ΦΠΑ, περιορίστηκε το επίδομα θέρμανσης, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που είχαν συμφωνηθεί με τους δανειστές της χώρας, αλλά και με έναν άλλο στόχο. Να μπορέσει η κυβέρνηση να διαχειριστεί η ίδια δημόσιο χρήμα και να το μοιράσει εκεί που επιθυμούσε η ίδια.
Το επόμενο έτος το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων περιορίσθηκε κατά 800 εκατ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα περιορίστηκαν οι επιχορηγήσεις στον ΟΓΑ και στον ΟΑΕΔ κατά 150 εκατ. ευρώ, το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης από τα 760 εκατ. ευρώ περιορίστηκε στα 550 εκατ. ευρώ. Και αυτές οι περικοπές οδήγησαν στη διανομή μερίσματος ύψους 775 εκατ. ευρώ, αφού προηγουμένως αυξήθηκαν εκ νέου οι έμμεσοι φόροι και καταργήθηκαν φοροαπαλλαγές (όπως οι ιατρικές δαπάνες). Ταυτόχρονα επιβλήθηκαν έξι νέοι φόροι. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στη βενζίνη και στο πετρέλαιο κίνησης, επιβλήθηκε φόρος στα τσιγάρα –απλά και ηλεκτρονικά–, στον καφέ, στη σταθερή τηλεφωνία καθώς στα νησιά του Αιγαίου
Η ίδια ατυχής πολιτική για τους πολίτες αυτής της χώρας συνεχίστηκε και το 2018. Αυξήθηκε ο ΦΠΑ στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου που αρχικώς είχαν εξαιρεθεί, μειώθηκε το επίδομα θέρμανσης στα 50 εκατ. ευρώ, ενώ επιβλήθηκε φόρος διαμονής στα ξενοδοχεία και στα ενοικιαζόμενα δωμάτια-διαμερίσματα από 0,5 ευρώ έως 4 ευρώ. Και όλα αυτά προκειμένου το πρωτογενές πλεόνασμα να φθάσει στο 3,98% του ΑΕΠ και να δημιουργηθεί δημοσιονομικός χώρος ύψους 885 εκατ. ευρώ. Με τα μέχρι στιγμής στοιχεία του προϋπολογισμού, φαίνεται ότι και φέτος το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα κοπεί και πάλι, για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό μέρισμα της κυβέρνησης. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία (έως και τον Σεπτέμβριο του 2018) το ΠΔΕ υποεκτελείται και συγκεκριμένα έχει διατεθεί λιγότερο 1,55 δισ. ευρώ από τον στόχο που είχε τεθεί.
Και το χειρότερο είναι ότι τα πράγματα χειροτερεύουν για το 2019. Και δυστυχώς όλα αυτά γίνονται εις βάρος της Υγείας, της Παιδείας, των επενδύσεων, αλλά και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.