Τράπεζες: Η χαλάρωση οδηγεί σε κρατικοποιήσεις;

Τράπεζες: Η χαλάρωση οδηγεί σε κρατικοποιήσεις;

Λίγες μόλις ημέρες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, οι τράπεζες βάδιζαν στον δρόμο της τελικής εκκαθάρισης των ισολογισμών τους, με τη βοήθεια του κυβερνητικού σχεδίου «Ηρακλής». Ταυτόχρονα είχαν ξεκινήσει τις διαδικασίες για τον εταιρικό μετασχηματισμό τους και για τη μετατροπή τους σε ομίλους με διαχωρισμένες τις λειτουργίες της gοod και της bad bank.

Και ενώ η διαδικασία των εταιρικών τραπεζικών μετασχηματισμών αποτελούσε μια εσωτερική υπόθεση, αφού αφορούσε τους μετόχους, τις διοικήσεις, το προσωπικό, τους διαχειριστές των δανείων και τους συνεργάτες των τραπεζών, δηλαδή το στενό τραπεζικό οικοσύστημα, η υλοποίηση του σχεδίου «Ηρακλής» ήταν πιο σύνθετη.

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) εξέφραζε εδώ και πολύ καιρό τις αντιρρήσεις του στο αίτημα των ελληνικών συστημικών τραπεζών για τη στάθμιση ως μηδενικού κινδύνου (Risk Weigthed Asset) των senior τίτλων που θα προέκυπταν από την τιτλοποίηση των τελευταίων κόκκινων δανείων. Δηλαδή των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων. Ο SSM αρνιόταν να δεχθεί ως μηδενικού ρίσκου, εγγυήσεις από μια χώρα η οποία δεν βρίσκεται στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας, δηλαδή του γνωστού σε όλους investment grade. Και γι’ αυτό τον λόγο, απαιτούσε την κάλυψη αυτών των senior τίτλων από εγγυήσεις του ελληνικού Δημοσίου. Κάτι που θα επιβάρυνε τόσο τις τράπεζες με ένα επιπλέον σημαντικό κόστος, όσο και το Δημόσιο με ένα επιπλέον κόστος και έναν επιπλέον κίνδυνο.

H απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να εντάξει στο νέο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και τις εγχώριες τράπεζες βοήθησε την επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς για την άρση των ενστάσεων του SSM. Το επιχείρημα ήταν ορθό. Εφόσον η ΕΚΤ αποδέχεται ως μηδενικού ρίσκου τα δάνεια που έχουν την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και ταυτόχρονα αγοράζει και άλλους τίτλους από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, γιατί να μην αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τους senior τίτλους που θα εκδοθούν; Αλλωστε, αυτοί οι τίτλοι θα αποτελούνται από το υγιέστερο κομμάτι μιας κατηγορίας προβληματικών δανείων, που χαρακτηρίζονται από σχετικά καλή ποιότητα.

Η επιτυχής έκβαση των διαπραγματεύσεων, που οδήγησε στην αποδοχή από τον SSM της στάθμισης ως μηδενικού κινδύνου (RWA) των senior τίτλων, βελτιώνει την εικόνα των τραπεζών. Ετσι οι τράπεζες, από την πλευρά τους, θα εξοικονομήσουν κεφάλαια της τάξεως των 2 δισ. ευρώ, που θα υποχρεώνονταν να βάλουν στην άκρη, με την έναρξη της εφαρμογής του σχεδίου «Ηρακλής». Ταυτόχρονα δε, απαλλάσσει το ελληνικό Δημόσιο από μια σημαντική επιβάρυνση, αφού το ύψος των κρατικών εγγυήσεων θα ανερχόταν στα 12 δισ. ευρώ επιβαρύνοντας περαιτέρω το κρατικό χρέος.

Δεν είναι πάντως λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι η τελική απόφαση της Κομισιόν και η έγκριση του SSM, που απελευθερώνει το πεδίο των μαζικών τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων, ελήφθη μέσα στα γενικότερα πλαίσια των «πολιτικών αποφάσεων» για την αντιμετώπιση της κρίσης λόγω του κορωνοϊού. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ελληνικές τράπεζες, αλλά και το ελληνικό δημόσιο, θα έμπαιναν στη κρίση ακόμα πιο επιβαρυμένες.

Επίσης δεν είναι λίγοι, όσοι υποστηρίζουν ότι τόσο οι αποφάσεις για τη συμμετοχή των συστημικών τραπεζών στο QE όσο και οι αποφάσεις για το μηδενικό Risk Weighted Asset δεν αντικατοπτρίζουν κάποια ποιοτική αλλαγή των ισολογισμών των τραπεζών. Ούτε κάποια πραγματική αλλαγή της εκτίμησης ή της αποτίμησης των τραπεζών από την πλευρά της επενδυτικής κοινότητας. Και υποστηρίζουν ότι τα παραπάνω αποτελούν προϊόν άνωθεν παρεμβάσεων και μόνο. Και ότι η επενδυτική κοινότητα έχει τα δικά της κριτήρια και τις δικές της μεθόδους αξιολόγησης, που οδηγούν σε αντίθετες εκτιμήσεις.

Ομιλούν, δηλαδή, για μια τεχνητή περίοδο χάριτος, χαλαρότητας και λογιστικής προστασίας μέσα στην οποία θα κινούνται για το επόμενο διάστημα οι ελληνικές τράπεζες.

Διευκολύνσεις

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι αποφάσεις για τρίμηνη αναστολή των δόσεων σε κάποιες κατηγορίες τραπεζικών δανείων. Δικαιούχοι της διευκόλυνσης είναι εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις που επλήγησαν άμεσα, λόγω αναστολής λειτουργίας των δραστηριοτήτων τους, εξαιτίας του lockdown.

Αυτό το μέτρο έρχεται σε συνέχεια της παροχής περιόδου χάριτος έως και τις 30 Σεπτεμβρίου 2020 σε νομικά πρόσωπα με ενήμερες οφειλές μέχρι το τέλος του 2019. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα πληρώνουν μόνο τόκους. Το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι γι' αυτούς τους 3 μήνες το Δημόσιο θα επιδοτεί και τους τόκους των δανείων αυτών.

Αλλά και οι servicers, δηλαδή οι εταιρείες-μέλη Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, μετά το πρώτο σοκ της φημολογούμενης αναστολής της λειτουργίας τους, προσαρμόζουν τη δραστηριότητά τους στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Θα προχωρήσουν σε σειρά ενεργειών για την παροχή διευκολύνσεων σε δανειολήπτες που τεκμηριωμένα πλήττονται λόγω της διάδοσης του Covid-19 και των μέτρων αντιμετώπισής του. Παράλληλα, σε ανακοίνωσή τους, αναφέρουν ότι «στις σημερινές συνθήκες, η αποφυγή καταβολής υποχρεώσεων από εκείνους που δεν πλήττονται από την πανδημική κρίση περιορίζει αντικειμενικά τις δυνατότητες στήριξης εκείνων που έχουν πραγματική ανάγκη».

Ομως, γεννιούνται πολλά ερωτήματα σχετικά με αυτά τα μέτρα. Διότι πιθανόν να έχουν ξεπεραστεί ήδη από τώρα, λόγω των ραγδαίων εξελίξεων. Με τις επιχειρήσεις που θα λάβουν μια αναστολή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου για την αποπληρωμή των χρεολυτικών δόσεων, τι θα γίνει έπειτα από αυτή την ημερομηνία; Πιστεύει κανείς ότι οι εταιρείες που αδυνατούν τώρα, στην αρχή της κρίσης, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους στις τράπεζες, θα μπορέσουν να το κάνουν με συνέπεια όταν η κρίση θα βαθύνει ακόμα περισσότερο; Οι εταιρείες του ευρύτερου τουριστικού και ταξιδιωτικού οικοσυστήματος θα είναι σε θέση να ανταποκριθούν στη υποχρεώσεις τους ύστερα από μια νεκρή περίοδο; Πόσο μάλλον, όταν ο κύκλος δραστηριότητας των περισσότερων επιχειρήσεων επικεντρώνεται στο καλοκαίρι; Το ίδιο πιθανότατα θα συμβεί και με την εξυπηρέτηση των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων.

Το πρότυπο IFRS 9

Αλλά και οι εταιρείες που βρίσκονται μεταξύ ζωής και θανάτου, αναμένοντας ρυθμίσεις των δανείων τους, πώς εκτιμάται ότι θα κινηθούν; Και πόσα ακόμα δάνεια, άραγε, θα «κοκκινίσουν» μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου;

Γι’ αυτό τον λόγο, οι τράπεζες έχουν προβάλει το αίτημα της προσωρινής αναβολής και του λογιστικού προτύπου IFRS 9 για τον υπολογισμό των προβλέψεων που υποχρεούνται να σχηματίζουν οι τράπεζες έναντι των επισφαλειών των δανείων. Οι τράπεζες υποχρεώνονται μέρος των κερδών τους να το χρησιμοποιούν σαν «μαξιλάρι» έναντι του κινδύνου της μη εξυπηρέτησης κάποιων δανείων.

Το διεθνές λογιστικό πρότυπο IFRS 9, που έχει υιοθετηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2018, αναφέρει ότι οι τράπεζες οφείλουν να σχηματίζουν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, προτού αυτός εμφανιστεί. Δηλαδή, οι τράπεζες οφείλουν να υπολογίζουν τους κινδύνους επισφάλειας που συνοδεύουν ένα δάνειο, ήδη από την πρώτη ημέρα της χορήγησής του. Και σε αυτούς τους υπολογισμούς δεν αρκεί να στέκονται στο σήμερα, αλλά πρέπει να προβάλλουν και τους δυνητικούς μελλοντικούς κινδύνους του δανείου.

Το αίτημα αυτής της προσωρινής αναβολής θα είναι ουσιαστικά ένα λογιστικό τρικ. Δεν θα αποτελεί χειρισμό της πραγματικής εικόνας. Με δυο λόγια, ο κίνδυνος θα είναι ορατός, αλλά δεν θα απεικονίζεται στις λογιστικές καταστάσεις και τους ισολογισμούς. Θα είναι σαν τον ελέφαντα που κυκλοφορεί σε ένα δωμάτιο, ενώ όλοι κάνουν πως δεν τον βλέπουν.

Σύντομα θα βρεθούμε μπροστά σε μια προσπάθεια πρωτοφανούς χαλάρωσης των κανόνων λειτουργίας των τραπεζών, στο πλαίσιο της διάσωσης της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Ομως, αυτή η προσπάθεια θα συντελείται την ίδια στιγμή, που δεν έχει τελεσφορήσει η προηγούμενη προσπάθεια της πλήρους εξυγίανσης, ανάκαμψης και ανάπτυξης του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Οι ελληνικές τράπεζες, λόγω των άστοχων κυβερνητικών επιλογών του 2015, δεν ολοκλήρωσαν την ενίσχυση των κεφαλαιακών αναγκών στο βάθος και το εύρος των πραγματικών αναγκών. Οδήγησαν στην οριακή κάλυψη των απαιτούμενων δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Επιπλέον, η προηγούμενη κυβέρνηση, από ιδεοληπτική εμμονή και προφανή άγνοια κινδύνου, δεν προχώρησε με ταχύτητα στη διαμόρφωση του απαραίτητου νομικού πλαισίου για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτές οι δύο παράμετροι έκαναν τις τράπεζες ευάλωτες και αδύναμες, ακόμα και κάτω από τις συνηθισμένες συνθήκες. Πόσο μάλλον τώρα, που οι καταστάσεις διακρίνονται από μια πρωτοφανή πολυπλοκότητα και αβεβαιότητα.

Τσουνάμι επιπτώσεων

Το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι να προφυλαχθεί ο τραπεζικός τομέας από το τσουνάμι των επιπτώσεων του κορωνοϊού στην πραγματική οικονομία. Είναι όμως δυνατόν η καρδιά της οικονομίας, που είναι το τραπεζικό σύστημα, να μην προσβληθεί από τον ιό, ενώ ταυτόχρονα να ζητείται από αυτήν να διοχετεύει αίμα, δηλαδή δανειοδοτήσεις στο σύστημα; Πώς θα μπορέσουν οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν τα υπάρχοντα κόκκινα δάνεια και τα καινούργια κόκκινα δάνεια και την ίδια στιγμή να παρέχουν πιστώσεις προς τις πληγείσες επιχειρήσεις;
Ολοι οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί εστιάζουν στην προληπτική στήριξη των τραπεζών. Με λογιστικούς χειρισμούς. Με αλλαγές στις κατηγοριοποιήσεις των κόκκινων δανείων. Ακόμα και με την απόφαση της ΕΚΤ, του SSM και της EBA (Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή) να αναβάλουν για το 2021 τα stress tests που έπρεπε να γίνουν μέσα στο 2020. Και, αλήθεια, τι νόημα έχουν τα strees tests, αφού τον ακραίο κίνδυνο τον ζούμε τώρα και τώρα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε; Τι νόημα έχει η αναβολή τους για την επόμενη χρονιά, όταν ο κίνδυνος είναι παρών και το τραπεζικό σύστημα καλείται να τον αντιμετωπίσει εδώ και τώρα;

Και εδώ εστιάζουμε στο επίκεντρο του προβλήματος. Η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι αποφασισμένη να στηρίξει και να διασώσει το τραπεζικό σύστημα με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος. Αλλά πώς θα γίνει αυτό;

Με κρατικές ενισχύσεις ή σύμφωνα με την οδηγία BRRD, που ισχύει από την 1η/1/2016; Θα μπει το κράτος να διασώσει τις τράπεζες ή θα ακολουθηθεί η ισχύουσα οδηγία που προβλέπει ότι το βάρος της εξυγίανσης αναλαμβάνεται μέσω του bail–in; Δηλαδή μέσω της «εκ των έσω» διάσωσης. Δηλαδή, από την κοινότητα των μετόχων, των ομολογιούχων και των καταθετών. To κλίμα των ημερών, αλλά και η γενικότερη οικονομική και κοινωνική κατάσταση συνηγορούν στην υιοθέτηση της πρώτης εναλλακτικής λύσης.