Ιδιαίτερη σημασία αποκτά για τις ελληνικές τράπεζες η σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ, καθώς ακόμα και οι νύξεις ή η παράλειψη συγκεκριμένων λέξεων μπορεί να υπαινίσσεται τις προθέσεις της Κεντρικής Τράπεζας για κάποια πολιτική ή κατεύθυνση που προτίθεται να ακολουθήσει με τις ευρωπαϊκές οικονομίες να πλήττονται από την κρίση στα καύσιμα και στις πρώτες ύλες, ενώ η ανάπτυξη χάνει στροφές και κατεβάζει ταχύτητες.
Αν και το κύμα της Όμικρον φρενάρισε σχετικά όλες τις οικονομίες, η ελληνική οικονομία είχε κεκτημένη ταχύτητα και πέρασε ορμητικά στο 2022 με τις τράπεζες να είναι η ατμομηχανή της αγοράς, έχοντας το ισχυρότερο σενάριο από όλους τους κλάδους.
Ένα σενάριο που οδηγεί σε ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς περνά, μέσα από χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και από δανεισμό ιδιωτών και επιχειρήσεων, τον οποίο μπορούν να υποστηρίξουν οι ελληνικές τράπεζες, έχοντας μειώσει σημαντικά τα κόκκινα δάνεια.
Το σενάριο ισχυροποιούσε στην πραγματικότητα, μια λελογισμένη και σταδιακή αύξηση επιτοκίων σε συνδυασμό με την εκπεφρασμένη διάθεση της ΕΚΤ να διατηρήσει την ασπίδα προστασίας στα ελληνικά ομόλογα.
Ειδικά οι ελληνικές όπως αλλά και οι ευρωπαϊκές θα έβγαιναν κερδισμένες από αυτή την πορεία των εξελίξεων, με τη σταδιακή άνοδο των επιτοκίων να επιτρέπει ένα άνοιγμα των επιτοκιακών περιθωρίων, που θα αύξανε τα λειτουργικά κέρδη τους. Οι οίκοι προεξοφλούσαν τη διανομή μερισμάτων και οι τράπεζες οδηγούσαν την αγορά.
Τώρα, ο πόλεμος καλύπτει με ομίχλη το τοπίο και εμποδίζει την ορατότητα και τους ξεκάθαρους υπολογισμούς. Το αναπτυξιακό σενάριο εξακολουθεί μεν να ισχύει για την ελληνική οικονομία εφόσον επικεντρωθεί στις επενδύσεις, αλλά έχει μπει στον πάγο λόγω του πολέμου, ενώ στις ελληνικές τράπεζες όπως άλλωστε και σε όλες τις επιχειρήσεις επικρατεί προβληματισμός, λόγω της ταχύτητας και της σφοδρότητας με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα και έμειναν μετέωροι οι σχεδιασμοί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες εύλογο είναι να απασχολεί τα τραπεζικά στελέχη η μείωση της αγοραστικής αξίας των καταναλωτών και πελατών τους, η διστακτικότητα των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε δανεισμό και η πιθανή κόπωση των καταθέσεων που θεωρείται ότι κορύφωσαν με τα συγκεκριμένα δεδομένα, καθώς ο πληθωρισμός είναι τώρα που έχει το «επάνω χέρι».
Τα επίσημα στοιχεία αρχίζουν και αποτυπώνουν το φαινόμενο αυτό. Για παράδειγμα, η μηνιαία ροή της συνολικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν αρνητική κατά 1,3 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο, έναντι θετικής καθαρής ροής 1,9 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Στον ιδιωτικό τομέα, η μηνιαία καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, ήταν αρνητική κατά 994 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο έναντι θετικής καθαρής ροής 1.93 δισ. ευρώ το Δεκέμβριο. Ο θετικός ετήσιος ρυθμός μεταβολής δείχνει την απώλεια ταχύτητας, καθώς μειώθηκε σε 3,5% από 4,5% που ήταν το Δεκέμβριο.
Έπειτα είναι οι καταθέσεις. Στον ιδιωτικό τομέα μειώθηκαν τον Ιανουάριο κατά 2,23 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 4, 26 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.
Αλλά ο σημαντικότερος προβληματισμός έρχεται από την ανησυχία μήπως ανατραπεί η τάση στην αγορά εργασίας, η οποία συνδέεται ευθέως με τη διατήρηση της πτωτικής τάσης των κόκκινων δανείων. Οι ανησυχίες είναι μήπως αρχίσουν πλέον να εμφανίζονται ξανά νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Και σε αυτό το τμήμα, θα παίξει σημαντικό ρόλο η πολιτική της ΕΚΤ αλλά όχι μόνον πια, καθώς ο πληθωρισμός και η εξάντληση των νομισματικών εργαλείων, έχει πετάξει το μπαλάκι στις κυβερνήσεις και την Κομισιόν για τη διαμόρφωση υποστηρικτικής και ταυτόχρονα αντιπληθωριστικής πολιτικής με γενναίες και ρηξικέλευθες αποφάσεις.
Σε κάθε περίπτωση, τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν εξαφανίστηκαν και οι επενδύσεις είναι αυτές που δημιουργούν ανάπτυξη. Απλά το ερώτημα είναι, αν οι κυβερνήσεις μπορούν να βρουν ένα τρόπο να φρενάρουν την ανεξέλεγκτη πορεία των καυσίμων, οπότε τα πράγματα θα γίνουν ευκολότερα για όλες τις οικονομίες και ακόμα περισσότερη την ελληνική που μπορεί να ξεσκονίσει γρήγορα το αναπτυξιακό της σενάριο βασιζόμενη στις επενδυτικές στρατηγικές και τις ελκυστικές τιμές.