Την Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου η ελληνική οικονομία έχει την πρώτη ευκαιρία αναβάθμισης στην επενδυτική βαθμίδα από έναν εκ των τεσσάρων μεγάλων οίκων αξιολόγησης που λαμβάνουν υπόψη τόσο οι επενδυτές όσο και η ΕΚΤ. Η DBRS, η καναδική εταιρεία που εξαγοράστηκε από την αμερικανική Morningstar και μπήκε τα τελευταία χρόνια στο κλαμπ των «αναγνωρισμένων» οίκων αξιολόγησης έχει προγραμματίσει για την ερχόμενη Παρασκευή την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου.
Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι επειδή έχουν ειπωθεί πολλά για το κατά πόσο η επενδυτική βαθμίδα θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία και την οικονομική κατάσταση των πολιτών, η αναβάθμιση στο Investment grade δεν αποτελεί πανάκεια αλλά ένα σημαντικό ορόσημο. Με την επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά assets θα εξετάζονται πιο εύκολα από τους επενδυτές, γεγονός που συνεπάγεται ότι αυξάνεται σημαντικά η δυνητική δεξαμενή επενδυτικών κεφαλαίων που θα εισρεύσουν στη χώρα. Ήδη, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς έχει υποχωρήσει και παραμένει περίπου 40 μονάδες βάσης κάτω από του αντίστοιχου ιταλικού, πλησιάζοντας μάλιστα σε απόσταση αναπνοής από το ισπανικό 10ετές.
Παράλληλα, είναι δεδομένο ότι η Ελλάδα θα μπορεί να προσελκύσει υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, ενισχύοντας έτσι τις οικονομικές της προοπτικές. Μία ακόμη επίπτωση θα είναι η μείωση του κόστους δανεισμού και η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας για το ελληνικό δημόσιο, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για μία πολύ κρίσιμη εξέλιξη γιατί ζούμε σε μία εποχή των υψηλών επιτοκίων στην οποία οι επενδυτές σκέφτονται διπλά πριν δεσμεύσουν κεφάλαια.
Η τελευταία φορά που η DBRS βαθμολόγησε την Ελλάδα ήταν τον Μάρτιο του 2022, δίνοντας αξιολόγηση BB (high) με σταθερό outlook. Μία βαθμολογία που συνεπάγεται ότι το ελληνικό αξιόχρεο απέχει μόλις ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο οι σταθερές προοπτικές που τη συνοδεύουν δεν προμηνύουν αναβάθμιση. Συνήθως οι οίκοι αξιολόγησης δίνουν θετικό outlook πριν προχωρήσουν σε αναβάθμιση, κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη από την DBRS.
Θα είναι, λοιπόν, ο τέταρτος μεγαλύτερος οίκος αυτός που θα μας δώσει πρώτος το εισιτήριο για τα επενδυτικά σαλόνια; Η λογική λέει πως όχι. Το πιθανότερο σενάριο είναι να δούμε μία αναβάθμιση του outlook σε «θετικό» και να ακολουθήσει μέσα στο 2024 (ανάλογα πάντα με τις συνθήκες) η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, όσο και ο πρωθυπουργός ποντάρουν περισσότερο στην Standard & Poor’s, η οποία στις 20 Οκτωβρίου καλείται να αξιολογήσει την ελληνική οικονομία, έχοντας τον περασμένο Απρίλιο δώσει θετικό outlook. Την 1η Δεκεμβρίου, η ελληνική οικονομία έχει μία τρίτη ευκαιρία για να εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα, αυτή τη φορά από τον οίκο Fitch που δίνει και αυτός BB+, αλλά με σταθερό outlook, ίδια αξιολόγηση δηλαδή με την DBRS.
Υπενθυμίζεται ότι μέσα στο καλοκαίρι, δύο μικρότερης βαρύτητας οίκοι αξιολόγησης, ο ιαπωνικός R&I και ο γερμανικός Scope, έδωσαν, στις 31 Ιουλίου και 4 Αυγούστου αντίστοιχα, την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, αποδεικνύοντας ότι η επενδυτική κοινότητα βλέπει πλέον με διαφορετικό μάτι τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Αμέσως μετά την DBRS, στις 15 Σεπτεμβρίου, είναι προγραμματισμένη η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας από τον πιο αυστηρό, όπως αποδεικνύεται οίκο Moody’ s, καθώς είναι ο μοναδικός που βαθμολογεί την Ελλάδα όχι ένα αλλά τρία σκαλοπάτια χαμηλότερα από την επενδυτική βαθμίδα με Ba3. Τον περασμένο Μάρτιο, η Moody’ s αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε θετικές και το πιθανότερο είναι να προχωρήσει σε αναβάθμιση του αξιόχρεου σε Ba2 την επόμενη εβδομάδα, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και διπλή αναβάθμιση σε Ba1 για να φτάσει τους υπόλοιπους οίκους.
Αν υπάρχει ένας λόγος που οι οίκοι δεν θα δώσουν την επενδυτική βαθμίδα φέτος, αυτός είναι η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών διεθνώς και κυρίως η οικονομική στασιμότητα στην οποία βρίσκεται από την αρχή του έτους η ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπλέον, η επιστροφή των αυστηρών δημοσιονομικών κανόνων από το 2024 κάνουν επιφυλακτικούς τους οίκους αξιολόγησης και γι’ αυτό ενδέχεται να περιμένουν να δουν τις φετινές επιδόσεις του ελληνικού δημοσίου, πριν αποφασίσουν.