Το κλείσιμο της αξιολόγησης επιδρά θετικά στο κλίμα εμπιστοσύνης και ενισχύει τις προοπτικές ανάκαμψης, ωστόσο οι κίνδυνοι παραμένουν και, ο μεγαλύτερος εξ αυτών, είναι η υπερβολική έμφαση στις αυξήσεις φόρων, σημειώνει στην έκθεσή για τη Νομισματική Πολιτική 2015-2016 η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και στο Υπουργικό Συμβούλιο.
"Η θετική αξιολόγηση κρίνεται ότι θα λειτουργήσει ευνοϊκά για την ελληνική οικονοµία, καθώς θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη και θα άρει την αβεβαιότητα που επιβάρυνε το κλίµα και ανέστειλε επενδυτικές αποφάσεις. Τώρα πλέον επείγει ο προσανατολισµός της οικονοµικής πολιτικής προς τις µεταρρυθµίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη και θα αντισταθµίσουν τις υφεσιακές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας" αναφέρει η ΤτΕ, προειδοποιεί ωστόσο ότι "τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο πρόγραμμα θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση".
Φόροι και καθυστερήσεις οι βασικοί κίνδυνοι
Η ΤτΕ εκτιμά ότι το σύνολο του 2016 θα κλείσει με ύφεση 0,3% για την ελληνική οικονομία, ενώ τονίζει τον κίνδυνο απόκλισης από τους στόχους για τα έσοδα, ακριβώς εξαιτίας της υπερφορολόγησης: «Ο µεγαλύτερος κίνδυνος συνδέεται µε την υπερβολική, κατά την άποψη της Τράπεζας της Ελλάδος, έµφαση στις αυξήσεις φόρων που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για να καλυφθεί το δηµοσιονοµικό κενό της περιόδου 2016-2018. Οι αυξήσεις των άµεσων και έµµεσων φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης επιδρούν αρνητικά στην οικονοµική δραστηριότητα και επιβραδύνουν την οικονοµική ανάκαµψη. Μια µεγαλύτερη του αναµενοµένου υφεσιακή επίπτωση του αυξηµένου φορολογικού βάρους θα είχε ως δευτερογενή επίδραση την απόκλιση των δηµοσιονοµικών στόχων για τα έσοδα.
Επιπλέον, τυχόν καθυστέρηση στην υλοποίηση των προαπαιτούµενων δράσεων για την τµηµατική εκταµίευση της δόσης των 10,3 δισ. ευρώ που αποφασίστηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, καθώς και των µεταρρυθµίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο δεύτερο εξάµηνο του 2016, θα περιορίσει την αύξηση της οικονοµικής δραστηριότητας και τις προοπτικές εξόδου από την ύφεση. Ανάμεσα στους κινδύνους για την ελληνική οικονομία, η ΤτΕ εντάσσει επίσης την προσφυγική κρίση, η οποία μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και στο εμπόριο, αλλά και το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου, θα έχει άμεσα και έμμεσα οφέλη, όπως την τµηµατική εκταµίευση δόσεων ύψους 10,3 δισ. ευρώ έως το φθινόπωρο του 2016, εκ των οποίων 6,8 δισ. ευρώ αφορούν κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους, ενώ ποσό 3,5 δισ. ευρώ θα διατεθεί για την εκκαθάριση µέρους των ληξιπρόθεσµων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης. Η εξέλιξη αυτή εκτιµάται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη ρευστότητα και την οικονοµική δραστηριότητα το β' εξάµηνο του 2016.
Επιπλέον, η απόφαση θα λειτουργήσει θετικά για τις τράπεζες, καθώς η επαναφορά του waiver, ήτοι η επανένταξη των ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις και η συνεπαγόμενη πιο φθηνή χρηματοδότηση των τραπεζών, σε συνδυαμό με τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις παρεμβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (QE), εκτιμάται ότι θα έχουν θετική επίδραση δυνητικού ύψους 400-500 εκατ. ευρώ στα αποτελέσματα των τραπεζών.
Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη
Για να μετατραπεί η ανάκαμψη σε βιώσιμη και ταχεία ανάπτυξη, απαιτούνται συγκεκριμένες και συνδυασμένες δράσεις με στόχο τη δημιουργία ενός “περιβάλλοντος ανάπτυξης”, αναφέρει μεταξύ άλλων η ΤτΕ και προσδιορίζει 4 προϋποθέσεις:
- Εμπέδωση της εμπιστοσύνης και ενίσχυση της εκτίμησης ότι η ελληνική οικονομία έχει επανέλθει στην κανονικότητα και δεν επιφυλάσσει ανεπιθύμητες παλινδρομήσεις
- Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας
- Αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων
- Μεταρρυθμίσεις για τόνωση της εξωστρέφειας.
Όπως επισημαίνει, πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα που περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και συντηρούν το φαύλο κύκλο της ύφεσης, και για το λόγο αυτό επιβάλλεται επίσης και η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών με παράλληλη περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου.
Η βιωσιμότητα του χρέους εφικτή ακόμη και με μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για άμεσες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους.
Όπως σημειώνει:
"Πρώτον, τα επιτόκια παγκοσμίως βρίσκονται σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και η καμπύλη τους έχει σχετικά περιορισμένη κλίση, πράγμα που σημαίνει ότι, με το ίδιο κόστος, η τυχόν ελάφρυνση του χρέους θα μπορούσε να είναι επωφελέστερη για την Ελλάδα αν γίνει σήμερα παρά μετά από μερικά χρόνια, όταν τα επιτόκια παγκοσμίως ενδεχομένως θα είναι υψηλότερα. Δεύτερον, η ελάφρυνση του χρέους, εάν εφαρμοστεί τώρα, θα συμβάλει στη βελτίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών προς τη χώρα, με αποτέλεσμα μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου, μείωση του κόστους χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και ενίσχυση των επενδύσεων και των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Τα εύλογα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) μετάθεση των λήξεων, (β) διαχρονική εξομάλυνση των πληρωμών τόκων, (γ) επανέναρξη της απόδοσης των κερδών της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος από τα χαρτοφυλάκια ελληνικών ομολόγων (ANFA και SMP) και (δ) ανταλλαγή των δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Σύμφωνα με ανάλυση που παρουσιάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνοδευθούν και από ελάφρυνση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου. Συγκεκριμένα, ο τελικός στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης από 3,5% του ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί σε 2% του ΑΕΠ μετά το 2018, ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε βιώσιμους και σχετικά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Άλλωστε, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι ελάχιστες χώρες μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως απαιτείται στην περίπτωση της Ελλάδος από το 2018 και μετά.
Σενάρια βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους που επεξεργάστηκαν τα στελέχη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος υποδηλώνουν ότι πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ από το 2018 και μετά είναι συνεπή με βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, αρκεί (α) να μετατεθούν περαιτέρω οι λήξεις των δανείων κατά 20 έτη και (β) να εξομαλυνθούν οι πληρωμές των τόκων που μεταφέρονται και κεφαλαιοποιούνται σε μια περίοδο 20 ετών.
Ταυτόχρονα, η υιοθέτηση χαμηλότερων δημοσιονομικών στόχων θα δώσει τη δυνατότητα για μείωση της φορολογίας, που σήμερα είναι υψηλή. Αυτό θα έχει ως συνέπεια ηπιότερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και κατ' επέκταση υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, γεγονός που θα καταστήσει ταχύτερη την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους".
*Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος
Διαβάστε ακόμα:
- Γ. Στουρνάρας προς κυβέρνηση: Να προχωρήσουν τώρα οι ιδιωτικοποιήσεις και οι μεταρρυθμίσεις