Η ελληνική οικονομία θα κλείσει τη χρονιά φέτος με αυξημένο ΑΕΠ κατά 6,2% αλλά του χρόνου ο ρυθμός ανάπτυξης θα χάσει στροφές και το ΑΕΠ θα αυξηθεί μεν αλλά κατά 1,5% προβλέπει η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2022.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 6% στο 5,8% το 2023 και στο 3,6% το 2024, ενώ η υλοποίηση των επενδύσεων και η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων θα διατηρήσουν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εξομαλύνοντας δυσκολίες. Όπως αναφέρεται:
«Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων».
Η ΤτΕ ως εκ τούτου δεν αποκλείει την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023. «Επιπλέον, η υλοποίηση των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων βάσει του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και σταθερότητας μπορούν να καταστήσουν εφικτή την αναβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα κατά το επόμενο έτος».
Τραπεζικό σύστημα: Κέρδη, κεφαλαιακή επάρκεια, μείωση κόκκινων δανείων
Για τις εμπορικές τράπεζες η ΤτΕ αναφέρει ότι τα κεφάλαια τους CET1 και Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% σε ετησιοποιημένη βάση, ενώ οι τράπεζες κατέγραψαν μεγάλα έκτακτα κέρδη και μείωασν τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματά τους κατά 3,8 δισ. ευρώ, σε 14,6 δισ. ευρώ συνολικά. Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει το στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό, αναφέρει η έκθεση.
«Το εννεάμηνο του 2022 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη, ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μη επαναλαμβανόμενων εσόδων, της μείωσης των λειτουργικών εξόδων και κυρίως της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες τις είχαν οδηγήσει στην καταγραφή σημαντικών ζημιών το εννεάμηνο του 2021.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% αντίστοιχα (συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021) και σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 14,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2021 και κατά 94,1 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το εννεάμηνο του 2022 (Σεπτέμβριος 2022: 9,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο επίπεδο της ευρωζώνης.
Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ».