Σε καλύτερη θέση σε σχέση με το παρελθόν είναι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας προκειμένου να αντιμετωπίσει πιθανές διαταραχές και να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο, παρά την επιδείνωση που εμφανίζουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια των πιστωτικών ιδρυμάτων, διαπιστώνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Όπως διαπιστώνει η Έκθεση, το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2,3 δισεκ. ευρώ, έναντι κερδών 1,9 δισεκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2023.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε καθοριστικά η αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, με θετική συμβολή των εσόδων από πράξεις πληρωμών και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων.
H κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς η αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αντισταθμίστηκε από την αύξηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε οριακά σε 15,4% τον Ιούνιο του 2024 από 15,5% το Δεκέμβριο του 2023 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) παρέμεινε αμετάβλητος στο 18,8%.
Οι δείκτες αυτοί εξακολουθούν όμως να υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου (δείκτες CET1: 15,8% και TCR: 19,9% τον Ιούνιο του 2024). Επίσης, οι συνθήκες ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα παρέμειναν ικανοποιητικές το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων το εν λόγω χρονικό διάστημα επιδεινώθηκε ελαφρώς, εξαιτίας της ενσωμάτωσης συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου στην περίμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), μετά από εποπτική απαίτηση. Επισημαίνεται ότι ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα (Ιούνιος 2024: 6,9%) εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%).
Οι προοπτικές του ελληνικού τραπεζικού τομέα διαγράφονται θετικές. Ωστόσο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται και από εξωγενείς παράγοντες. Η περαιτέρω όξυνση των γεωπολιτικών κινδύνων μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά, ενώ μια απότομη ανατιμολόγηση των περιουσιακών στοιχείων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Επιπρόσθετα, η κλιματική αλλαγή και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την εύρυθμη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Συμπερασματικά, η εξασφάλιση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την περαιτέρω θωράκιση του ελληνικού τραπεζικού τομέα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η σημασία της προώθησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων με στόχο την εμβάθυνση της Τραπεζικής Ένωσης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε επίπεδο ΕΕ.
«Καμπανάκι» για τα δάνεια σε καθυστέρηση
Ωστόσο, ανησυχητικά είναι τα ευρήματα της Τράπεζας της Ελλάδος για την εξέλιξη των προβληματικών δανείων καθώς στο πρώτο εξάμηνο του έτους σημείωσαν αύξηση όχι μόνον τα «κόκκινα δάνεια» αλλά και τα δάνεια που βρίσκονται «ένα βήμα πριν να κοκκινίσουν».
Πιο αναλυτικά, τα δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 43%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε 7,7 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024 από 5,4 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2023, ενώ ο λόγος των δανείων αυτών προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 5,5% τον Ιούνιο του 2024, έναντι 3,8% το Δεκέμβριο του 2023 και η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 30 ημέρες.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2024 «κοκκίνισαν» δάνεια (ροές από εξυπηρετούμενα δάνεια προς μη εξυπηρετούμενα) 1,3 δισεκ. ευρώ (εκ των οποίων 1,0 δισεκ. ευρώ αφορά τα δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου), ενώ οι ροές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προς τα εξυπηρετούμενα ήταν 0,7 δισεκ. ευρώ, αφήνοντας καθαρές ροές προς μη εξυπηρετούμενα δάνεια 576 εκατ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι και στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2024 παρατηρήθηκε καθαρή ροή προς Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) με μειωμένη όμως τάση στο β΄ τρίμηνο (360 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο και 216 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο του 2024).
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις - denounced) ενισχύθηκαν τον Ιούνιο του 2024 και διαμορφώθηκαν σε 3,7 δισεκ. ευρώ (35,6% των ΜΕΔ), αυξημένα κατά 46,3% σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 (2,5 δισεκ. ευρώ), λόγω της προαναφερθείσας συμπερίληψης δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου τα οποία βρίσκονται σε διαδικασία αποπληρωμής από το Ελληνικό Δημόσιο.
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το 68,2% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους, ποσοστό αντίστοιχο με εκείνο στο τέλος του 2023 (68,5%). Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 61,8%, για τα στεγαστικά σε 78,8% και για τα καταναλωτικά δάνεια σε 58,6%.
Πάντως, το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) διαμορφώθηκε σε 10,4 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο του 2024, αυξημένο κατά 4,8% ή 476 εκατ. ευρώ σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2023 με στοιχεία σε ατομική βάση, εντός ισολογισμού. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση στην περίμετρο των ΜΕΔ, μετά από εποπτική απαίτηση, συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, καθώς η πιστωτική επέκταση μετρίασε την αρνητική επίδραση από την αύξηση των ΜΕΔ.
Εν κατακλείδι, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων τον Ιούνιο του 2024 αυξήθηκε οριακά σε 6,9% από 6,7% το Δεκέμβριο του 2023, παραμένοντας υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ιούνιος 2024: 2,3%. Συνακάλουθα η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν.
Επιπρόσθετα, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 36,4% τον Ιούνιο του 2024.
Πηγή: ΕΡΤ, ΑΠΕ-ΜΠΕ