Ξαφνικά όλοι οι νταουλιέρηδες της οικονομίας έγιναν θαυμαστές των Financial Times. Και δη του σχολιαστικού blog FT Alphaville. Οι λάτρεις της δραχμής, του λεφτόδενδρου και των λοιπών οικονομικών ονειρώξεων, υιοθέτησαν το απόσπασμα του άρθρου που ανέφερε ότι η Ελλάδα πιθανόν να γίνει η πτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, τους διέφυγε το πρώτο μέρος του συγκεκριμένου αποσπάσματος πριν από τη λέξη “but”, δηλαδή πριν από το «αλλά», που αναφέρει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης με τις καλύτερες οικονομικές αποδόσεις τα τελευταία χρόνια. Τους διέφυγε εντελώς η εισαγωγή του άρθρου που αναφέρεται στο «positive outlook» του οίκου αξιολόγησης Standard & Poor’s, δηλαδή στις θετικές προοπτικές της σημερινής οικονομίας.
Τι άλλο ανέφεραν στην εισαγωγή του άρθρου οι Financial Times; Τη δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα, τη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και ως απόλυτου μεγέθους, την ατζέντα των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που συνεχίζονται και πρέπει να επιταχυνθούν και την αντιμετώπιση των παγιωμένων στρεβλώσεων και προβληματικών πρακτικών.
Οι νταουλιέρηδες δεν διάβασαν τη συνέχεια του άρθρου που αναφερόταν στη μείωση της σχέσης του Χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά 10,8%, πετυχαίνοντας το 162% μέσα στο 2023. Δεν διάβασαν ότι η Ελληνική Οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 2% μέσα στο 2023, αφήνοντας πίσω της την ατμομηχανή της Ευρώπης τη Γερμανία που αναπτύχθηκε κατά 0,3%. Δεν διάβασαν ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί και μέσα στο 2024 κατά 2% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αυστηρού και πάντα επιφυλακτικού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Και τέλος οι όψιμοι καταστροφολόγοι, παρέλειψαν να διαβάσουν τη δήλωση του Guillaume Derrien της BNP Paribas, που συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο, σύμφωνα με την οποία, η πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε έναν πιο σημαντικό και ενδιαφέροντα προορισμό, σε σχέση με το παρελθόν.
Με δυο λόγια οι νταουλιέρηδες, αρνήθηκαν να διαβάσουν τη θετική εικόνα που έχει σήμερα η διεθνής οικονομική και επενδυτική κοινότητα για τη χώρα μας. Αντίθετα, εστίασαν την προσοχή τους, στις αναφορές στο παρελθόν και στις συγκρίσεις με τα οικονομικά μεγέθη της «αμαρτωλής» ιστορικής διαδρομής που είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση.
Έτσι προτίμησαν να σηκώσουν το επαναστατικό τους λάβαρο, με αφορμή το πραγματικό γεγονός, ότι το κατά κεφαλή εισόδημα στη χώρα μας, έχει υποστεί σημαντική πτώση και πλησιάζει το αντίστοιχο της Βουλγαρίας. Οι νταουλιέρηδες της αντιπολίτευσης, οι οπαδοί του λεφτόδενδρου και του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», προφανώς και έχουν επιλεκτική μνήμη αφού κατακεραυνώνουν την κυβέρνηση γι’ αυτό το γεγονός. Ξεχνώντας ότι η πτώχευση της χώρας είναι αυτή που οδήγησε στη βύθιση της οικονομίας κατά 30%, στην πτώση της κατανάλωσης κατά 24% από το 2007 μέχρι το 2016, στη μείωση των κρατικών δαπανών κατά 20%, καθώς και στη μείωση των επενδύσεων κατά 65%.
Με αποτέλεσμα το μέγεθος της Ελληνικής Οικονομία να βρίσκεται στο -19% σε σχέση με το 2007, σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Οικονομία που έχει μεγεθυνθεί κατά 17% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους Financial Times.
E, λοιπόν τα αποτελέσματα αυτής της σύγκρισης με την Ελλάδα του 2007 και του 2004, οι νταουλιέρηδες λαϊκιστές τα χρεώνουν στη σημερινή κυβέρνηση. Και τα χρησιμοποιούν σαν εργαλείο της προεκλογικής καμπάνιας τους, εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Με αυτόν τον τρόπο οι οπαδοί του σπάταλου κρατισμού, του «λεφτά υπάρχουν», της απαλλαγής από τα μνημόνια με ένα άρθρο και του καταστροφικού «όχι» του δημοψηφίσματος, προσπαθούν για μια ακόμα φορά να παραπλανήσουν τους πολίτες.
Η αλήθεια είναι ότι το μοντέλο της Ελληνικής Οικονομίας του 2004, του 2007, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1981, δεν ήταν βιώσιμο. Τα διπλά ελλείμματα, οι δημόσιες δαπάνες, το δημόσιο χρέος, ο κρατισμός και η βιομηχανική αποεπένδυση, δεν έβγαζαν πουθενά και μας οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην πτώχευση. Οπότε οποιαδήποτε σύγκριση, με εκείνη την κατάσταση της εικονικής ευημερίας, είναι αδόκιμη.
Η Ελλάδα σταθεροποιήθηκε και ξανάρχισε να αναπτύσσεται. Και για να επιστρέψει στα επίπεδα πριν από τη κρίση, δεν μπορεί να το κάνει ούτε με «δανεικά και αγύριστα», ούτε με επανάσταση. Πρέπει να το κάνει με ένα βιώσιμο τρόπο, ακολουθώντας τον δρόμο που ακολουθούν όλες οι χώρες που ακολουθούν τον μοντέλο της οικονομικής ελευθερίας.
Για τη χώρα μας, αυτός ο τρόπος περνάει μέσα από τα τέσσερα σημεία κλειδιά. Και απέναντι σε αυτά, θα πρέπει να τοποθετηθούν όλα τα κόμματα. Διότι δεν υπάρχει άλλη βιώσιμη εναλλακτική οδός.
Πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα και αποδοτικότητα της εργασίας, που θα οδηγήσει στην παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Πρέπει να υπάρξει πλήρης διασύνδεση ανάμεσα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας.
Πρέπει η ανάπτυξη της χώρας να σταματήσει να στηρίζεται αποκλειστικά στον τουρισμό και τα ακίνητα.
Και τέλος πρέπει επιτέλους να συρρικνωθεί ο δημόσιος τομέας. Τόσο ο στενός όσο και ο ευρύς.
Αντί λοιπόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να επιχαίρουν με τις συγκρίσεις του 2022 με το 2007, που προβάλλονται στο άρθρο των Financial Times, ας τοποθετηθούν απέναντι στο μέγα ζητούμενο. Που δεν είναι άλλο, από το τρόπο με τον οποίο θα επιστρέψουμε σε υψηλότερα μεγέθη με ασφαλή και βιώσιμο τρόπο. Όλα τα υπόλοιπα, είναι «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε», που μπορεί να εξασφαλίζουν ψήφους, αλλά δεν έχει καμία ουσιαστική αξία.