Του Σάκη Μουμτζή
Η δεκαετία του 60 ήταν μια δεκαετία που θα μεταμόρφωνε σταδιακά τις συνειδήσεις των πολιτών, καθώς έμπαινε δυναμικά στην πολιτική σκηνή η γενιά που γεννήθηκε μεν μέσα στις φλόγες του Εμφυλίου πολέμου, δεν είχε όμως άμεσα βιώματα από αυτόν.
Δεν είχε πρωταγωνιστήσει στις μάχες που είχαν γίνει σε όλην την Ελλάδα από το 1943 ως το 1949.
Απαλλαγμένη σε μεγάλο βαθμό από τα βάρη αυτού του ζοφερού παρελθόντος, έθετε πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα που ήταν αναντίστοιχα με τις στρατηγικές επιλογές του μπλοκ της μετεμφυλιακής εξουσίας. Δηλαδή, το Παλάτι, τον Στρατό και την πολιτική ελίτ του αστικού στρατοπέδου. Και είχε σταθερά απέναντι το 40% περίπου του ελληνικού λαού που ήταν συσπειρωμένος στην συντηρητική παράταξη.
Είναι γεγονός πως στην δεκαετία του 50 οι νικητές του Εμφυλίου πολέμου δεν αντιμετώπισαν τους ηττημένους στο πεδίο των ιδεών. Πίστεψαν πως σφράγισαν την νίκη τους το 1949 στα πεδία των μαχών και πως τα αστυνομικά-διοικητικά μέτρα αρκούσαν για να παραμείνει η Αριστερά στο περιθώριο.
Όμως η ηττημένη Αριστερά πολύ γρήγορα ανέκαμψε. Σε αυτό βοήθησαν η εθνική τραγωδία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ( Σεπτέμβριος 1955) και ο Κυπριακός αγώνας. Δύο γεγονότα που συνετέλεσαν να δημιουργηθεί το πρώτο κύμα αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα.
Έτσι, η Αριστερά στις εκλογές του 1958, με μια επιδέξια πολιτική συμμαχιών, αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτό ενεργοποίησε άμεσα τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά του πολιτικοστρατιωτικού μπλοκ εξουσίας που κορυφώθηκαν στις εκλογές της βίας και της νοθείας του 1961.
Συγχρόνως, ο αντικομμουνισμός από ένα μαζικό βίωμα εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, μετατράπηκε σε ένα επικερδές επάγγελμα ολίγων. Η «εθνικοφροσύνη» από ιδεολογία, έγινε πηγή εισοδήματος.
Η όξυνση των παθών που έφερε ο Ανένδοτος αγώνας, ο θρίαμβος της Ένωσης Κέντρου –μιας παράταξης που δημιουργήθηκε από την συγκόλληση οκτώ μικρότερων κομμάτων, με σημαντικές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους και με αρχηγούς με προσωπικές φιλοδοξίες—και τα όσα επακολούθησαν, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα.
Ένα σημαντικό μέρος των νέων της δεκαετίας του 60, στα πανεπιστήμια και στους χώρους δουλειάς, έθεταν αιτήματα που το συγκρότημα εξουσίας δεν ήταν διατεθειμένο να ικανοποιήσει, καθώς αισθανόταν πως απειλούνταν οι τρεις σταθερές του μετεμφυλιακού καθεστώτος: το Παλάτι, η ένταξη μας στις δομές του ελεύθερου κόσμου και το κοινωνικό μας σύστημα.
Ήταν ένα συμπαγές σύστημα που η παραμικρή ρωγμή σε μια πτυχή του, πιθανόν να το οδηγούσε σε πλήρη κατάρρευση. Πιθανόν να οδηγούσε σε μια σημαντική γεωπολιτική ανατροπή, που αντιστρατευόταν την λογική του διπολικού κόσμου.
Γι΄αυτό και οι πραξικοπηματίες τα δύο πρώτα, τουλάχιστον, χρόνια της διακυβερνήσεως τους απολάμβαναν της ανοχής και της αποδοχής ενός σημαντικού τμήματος της Ελληνικής κοινωνίας.
Οι ηγεσίες και των τριών μεγάλων πολιτικών χώρων άργησαν να συνειδητοποιήσουν τι δυνάμεις απελευθέρωνε αυτή η όξυνση των πολιτικών παθών. Σημαντικές οι ευθύνες και του Παλατιού, που συμμετείχε ενεργά και εμφανώς στο πολιτικό παιχνίδι, ενώ δεν θα έπρεπε.
Ο διπολικός κόσμος απαιτούσε την απόλυτη πειθαρχία στο εσωτερικό του κάθε στρατοπέδου. Ήταν προφανές πως το δόγμα «της περιορισμένης κυριαρχίας» του Λ.Μπρέζνιεφ ήταν ουσιαστικά αποδεκτό και από την άλλη υπερδύναμη.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 θα πρέπει να το ερμηνεύσουμε με την σύνθεση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων, με κυριότερη αιτία την αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας συνολικά να αντιληφθεί τις διεθνείς διακυβεύσεις και πώς ήταν διαμορφωμένος στην χώρα μας ο γενικότερος συσχετισμός των δυνάμεων.