«Από τα περίπου 2.400 συνολικά γενόσημα φάρμακα που κυκλοφορούν, στα 2.100 περίπου, οι διαφορές που προέκυψαν ήταν πάρα πολύ μικρές. Στις στατίνες και στα φάρμακα για ψυχιατρικές νόσους που διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μια μεγάλη αύξηση, τέθηκε το πλαφόν των 3 ευρώ. Έτσι, χωρίς να αυξήσουμε τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ, βελτιώσαμε την επιβάρυνση των πολιτών», τόνισε ο υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή της Νίκης, Νίκου Βρεττού.
Ο υπουργός εξήγησε ότι, «ο ΕΟΠΥΥ αποζημίωνε από το 2012 που ιδρύθηκε, έως το 2018, με τον τρόπο που αποζημιώνει και σήμερα, δηλαδή το φθηνότερο γενόσημο ανά θεραπευτική κατηγορία.
Όπως τόνισε ο Αδ. Γεωργιάδης: «Δεν άλλαξα τίποτα από όσα έχουν προνομοθετηθεί. Από τα περίπου 2.400 συνολικά γενόσημα φάρμακα που κυκλοφορούν, στα 2.100 περίπου οι διαφορές που προέκυψαν ήταν πάρα πολύ μικρές. Σε δύο όμως κατηγορίες, στις στατίνες και στις θεραπείες για ψυχιατρικές νόσους, διαπιστώθηκε ότι υπήρξαν περιπτώσεις που οι διαφορές έφτασαν σε δέκα, δώδεκα και δεκαπέντε ευρώ παραπάνω.
Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, αυτομάτως εξέδωσα νέα υπουργική απόφαση που δεν επιτρέπεται να πληρώνει κάποιος πάνω από 3 ευρώ, και το επιπλέον ποσό θα πληρώνεται από το κράτος».
Το πλαφόν των 3 ευρώ όπως είπε ο υπουργός, «αφορά περίπου σε 180 φάρμακα, καθώς σ' όλα τα υπόλοιπα από τα συνολικά 2.400 φάρμακα, η διαφορά που προκύπτει είναι κάτω των 3 ευρώ. Έτσι, χωρίς να αυξήσουμε τις δαπάνες του ΕΟΠΥΥ, βελτιώσαμε την επιβάρυνση των πολιτών».
Ο υπουργός, τόνισε πως «όλα τα κράτη ενδιαφέρονται να πωλούνται τα φθηνά γενόσημα φάρμακα, γιατί έτσι εξοικονομούνται χρήματα για το δημόσιο σύστημα Υγείας» και «γι' αυτό και σε όλα τα κράτη της ΕΕ αποζημιώνεται το φθηνότερο γενόσημο φάρμακο. Ήμασταν οι μόνοι που κάναμε το αντίθετο και αυτό ήταν μια ανορθογραφία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που δεν δούλεψε».
Ο Αδ. Γεωργιάδης, πάντως, αναγνώρισε πως και το πλαφόν των 3 ευρώ που έθεσε «πάλι είναι μια εξαίρεση από αυτά που ισχύουν στα άλλα κράτη, αλλά τέθηκε ως μια ενδιάμεση μεταβατική περίοδος μεταξύ των δύο τρόπων τιμολόγησης».
Ο υπουργός είπε περαιτέρω, πως είναι «ψευδές ότι μειώνεται η φαρμακευτική δαπάνη, καθώς η δαπάνη για φαρμακεία και νοσοκομεία το 2023 ήταν 2.600.000 ευρώ και η αντίστοιχη για το 2024 είναι 3.150.000 ευρώ, δηλαδή 450 εκατ. ευρώ περισσότερα, σύμφωνα με τον νόμο που έχει ψηφιστεί και προβλέπει ότι η φαρμακευτική δαπάνη ετησίως αυξάνει κατά την αύξηση του ΑΕΠ».
Όπως σημείωσε, αυτό έχει αποφασιστεί, «γιατί οι οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας για υπηρεσίες Υγείας και φάρμακα διαρκώς αυξάνονται γιατί ο πληθυσμός μας γηράσκει (άρα έχουμε περισσότερες ασθένειες) και δεύτερον γιατί ευτυχώς έχουμε νέες καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα που σώζουν ζωές αλλά είναι πανάκριβες».
«Όλα τα κράτη, και η Ελλάδα, αυτό που προσπαθούν είναι να εξοικονομήσουν χρήματα ωθώντας τους πολίτες σε γενόσημα φάρμακα καθημερινής χρήσεως, για να μένουν περισσότερα χρήματα για την αγορά και διάθεση των ακριβότερων φαρμάκων».
Ο Αδ. Γεωργιάδης είπε, πως «ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να μειώσουμε το claw Back, δεν είναι γιατί θέλουμε να κάνουμε δώρο στη βιομηχανία, αλλά γιατί θέλουμε να τους πείσουμε να φέρνουν τα καινοτόμα φάρμακα στην Ελλάδα για τον ασθενή που το έχει ανάγκη»
Τέλος, αναφορικά με το «επενδυτικό» Claw back του Ταμείου Ανάκαμψης, ο Αδ. Γεωργιάδης ανέφερε ότι, «δεν ωφελούνται σχεδόν καθόλου οι πολυεθνικές, γιατί οι δαπάνες που μπορεί να υποβληθούν προς επιδότηση είναι το 75% πηγαίνει για παραγωγικές μονάδες (για εργοστάσια) και το 25% σε κλινικές μελέτες.
Οι πολυεθνικές εταιρείες, δυστυχώς πλην μίας ή δύο, δεν έχουν εργοστάσια στη χώρα μας. Στην Ελλάδα έχουν εργοστάσια οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, συνεπώς το επενδυτικό Claw back δεν πηγαίνει ως δώρο τις πολυεθνικές εταιρείες, αλλά για να ενισχύσει την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, τις εξαγωγές και την εργασία στην Ελλάδα».