Με αφορμή την ανάρτηση σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση του νέου νόμου για τη λειτουργία μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, δεν έπαψε ούτε στιγμή την περίοδο που προηγήθηκε της ψήφισής του η επιστημονική συζήτηση σχετικά με τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρονται.
Πέρα, όμως, από το μείζον θέμα της συμφωνίας ή μη των διατάξεων του νέου νόμου με τις παραγράφους 5, 6 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, για το οποίο έχουν ήδη τοποθετηθεί και αντιπαρατεθεί έγκριτοι συνταγματολόγοι και το οποίο εν τέλει θα κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα ήταν χρήσιμο για την ολιστική και επί της ουσίας αξιολόγηση της μεγάλης αυτής μεταρρύθμισης να ληφθούν υπόψη και ορισμένες άλλες διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος, τις οποίες «αγγίζει» το ζήτημα, όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 5 περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και η παράγραφος 1 του άρθρου 16 περί ελευθερίας της τέχνης, της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας.
Σχετικά με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος («Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του...»), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει η παιδεία στην ανάπτυξη και τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου.
Ειδικά στο τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και αφορά αποκλειστικά ενήλικες, η εμβέλεια του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, ειδικότερη πτυχή του οποίου είναι η ελεύθερη επιλογή αντικειμένου σπουδών, θα πρέπει να είναι η ευρύτερη δυνατή.
Ωστόσο, υπό το υφιστάμενο σύστημα πρόσβασης στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση, πολλοί ικανοί και φερέλπιδες νέοι εξωθούνται να «καταφύγουν» σε σχολές του εξωτερικού, για να υλοποιήσουν το όνειρό τους. Αυτός ο δυσανάλογος περιορισμός της ελευθερίας στην επιλογή σπουδών μπορεί να αμβλυνθεί μέσω της λειτουργίας παραρτημάτων αλλοδαπών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.
Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι η ενίσχυση της εν λόγω ελευθερίας δεν θα πρέπει να λειτουργήσει εις βάρος της ποιότητας και του κύρους της ανώτατης εκπαίδευσης, η διαφύλαξη των οποίων συνιστά κρατική αποστολή. Για το λόγο αυτό, η εφαρμογή αυστηρών κριτηρίων αξιολόγησης των ιδρυμάτων, που θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικά σημαντική για την επιτυχία του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος.
Πρόσθετη διάσταση στο ζήτημα προσδίδει η συνταγματική κατοχύρωση της ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας (α’ εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Συντάγματος, «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες...»).
Αντιπαραβάλλοντας την εν λόγω διάταξη με τις διατάξεις που απαγορεύουν τη λειτουργία μη κρατικών σχολών ανώτατης εκπαίδευσης (16 παρ. 5,6 και 8 Σ) καταδεικνύεται μια έντονη αντίφαση: πώς άραγε διασφαλίζεται η πλήρης ελευθερία της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, όταν η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί κρατικό μονοπώλιο; Αναπόσπαστα στοιχεία της ελευθερίας είναι η πολυφωνία και η απουσία στεγανών.
Ως εκ τούτου, ένα (υπό προϋποθέσεις) ανοιχτό περιβάλλον ανώτατης εκπαίδευσης θα ταίριαζε περισσότερο στη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία, καθώς θα αποτελούσε ένα πολύ πιο γόνιμο έδαφος για την καινοτόμο επιστημονική έρευνα, για την ποιοτική διδασκαλία και για την εν γένει προαγωγή της επιστήμης μέσω της ώσμωσης όλο και περισσότερων συμμετεχόντων στην ακαδημαϊκή κοινότητα (φοιτητών, διδασκόντων, ερευνητών).
Καταληκτικά, τα ζητήματα εκπαίδευσης είναι προεχόντως ζητήματα δημοκρατίας. Κατά την αξιολόγησή τους, καλούμαστε να συνεκτιμήσουμε μια πληθώρα πολιτειακών αρχών και αξιών και τελικά να επιλέξουμε τι είδους δημοκρατία θέλουμε και πόση ελευθερία αντέχουμε.
*Ο Σωτήρης Βαζίμας είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου.