Στην Ελλάδα, οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις υπολογίζονται περίπου στις 685.000, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, περί το 80% πρόκειται για μικρές εκμεταλλεύσεις, έως 5 εκτάρια, που σε οικονομικά μεγέθη παράγουν λιγότερα από 8.000€ τον χρόνο.
Παρόλ’ αυτά, η συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ της χώρας φθάνει κοντά στο 4% και οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων αγγίζουν το 8% των συνολικών εξαγωγών. Αυτά τα στοιχεία από έρευνα της «διαΝέοσις» το 2022, δίνουν την «μεγάλη εικόνα» του αγροτικού τομέα στη χώρα, όπου η αξία της γεωργικής παραγωγής αγγίζει τα 12 δισ.€ ετησίως, σε ένα σύνολο 413 δισ. € της Ευρώπης των 27. Στην ίδια εικόνα και τα στοιχεία, που δείχνουν την ανάγκη εισαγωγών γεωργικών προϊόντων για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, εισαγωγές, που αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια, κατά 62%.
Οι διαμαρτυρίες των αγροτών αποτελούν κάτι σαν καθιερωμένο ετήσιο ραντεβού. Το γεγονός ότι τα αιτήματα παραμένουν λίγο πολύ τα ίδια, μάλλον δείχνει τη διαχρονικότητα των προβλημάτων, που ο αγροτικός κόσμος αντιμετωπίζει σε μια χώρα, όπου η παραγωγή, που έχει να επιδείξει σχεδόν περιορίζεται στον πρωτογενή τομέα.
Η νέα ΚΑΠ σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση και τις πληθωριστικές πιέσεις, που αύξησαν το κόστος παραγωγής από τον πρώτο κρίκο της εφοδιαστικής αλυσίδας - και με τα γνωστά αποτελέσματα για τους καταναλωτές μέσα από την «παραμορφωτική» πορεία κάθε προϊόντος από το χωράφι έως το ράφι - δημιούργησαν ένα νέο μείγμα προβλημάτων, επιτείνοντας μια χρονίζουσα δύσκολη κατάσταση.
Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τους εκπροσώπους των αγροτών θα κριθεί στα «μπλόκα» και στην απόφαση για συνέχιση ή τερματισμό των αγροτικών κινητοποιήσεων. Η κυβέρνηση επιχείρησε να δώσει ό,τι τα δημοσιονομικά περιθώρια της οικονομίας της επέτρεπαν, διευκολύνσεις στην τιμή του ρεύματος και την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο. Το ερώτημα, που προκύπτει, είναι κατά πόσο τελικά τέτοιου είδους μέτρα αρκούν για να αντιμετωπιστεί στη ρίζα του το αγροτικό ζήτημα στη χώρα.
Σε μια περίοδο που το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στην πράσινη μετάβαση και που οι νέες τεχνολογίες μπορούν να αποτελέσουν κομβικό εργαλείο στα χέρια των παραγωγών, η συζήτηση επιστρέφει στο κατά πόσο ως χώρα έχουμε κάνει ένα μακροχρόνιο εθνικό σχέδιο για το μέλλον του αγροτικού μας τομέα.
Όσοι ασχολούνται επισταμένως με τον πρωτογενή τομέα επισημαίνουν την ανάγκη συγκρότησης ενός συνολικού σχεδίου για την επόμενη ημέρα, ενός σχεδίου που δεν θα δημιουργεί απλώς το πλαίσιο υλοποίησης των επιταγών της νέας ΚΑΠ, αλλά θα λύνει διαχρονικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το αρδευτικό πρόβλημα. Επόμενη μέρα, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ταυτόχρονη εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και της καινοτομίας, προχωρώντας τον ψηφιακό μετασχηματισμό και της γεωργικής παραγωγής.
Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που φτάνουν τα 500 εκατομμύρια ευρώ για τους αγρότες, η ενασχόληση νέων επιστημόνων με τον πρωτογενή τομέα, η απαίτηση των καιρών για την πράσινη μετάβαση της παραγωγής, η προσαρμογή και η προστασία από την κλιματική κρίση, η χρήση της τεχνολογίας και η δημιουργία τελικά μιας «ευφυούς γεωργίας» αποτελούν ένα νέο σκηνικό, που για να αναπτυχθεί χρειάζεται συγκεκριμένες πολιτικές και συγκεκριμένο σχέδιο.
Στο παρελθόν, οι αγροτικές κινητοποιήσεις έληγαν με την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων των «μπλόκων» και το ραντεβού των αγροτών στον κόμβο της Βιοκαρπέτ ανανεωνόταν για τον επόμενο χειμώνα. Τα προβλήματα παρέμεναν και διογκώνονταν, παράλληλα με την «διόγκωση» του ανταγωνισμού και τα δεδομένα που δημιουργούσαν οι διεθνείς συνθήκες.
Αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι σαφές ότι δεν θα αλλάξει, αν δεν αλλάξει το «modus operandi» του πρωτογενούς τομέα, μέσα από ένα συνολικό σχέδιο αξιοποίησης των δυνατοτήτων, που υπάρχουν σήμερα. Ο χρόνος πιέζει, καθώς το 2027, οπότε «κλείνει» ο κύκλος της νέας ΚΑΠ, δεν είναι τόσο μακριά και ουδείς γνωρίζει αυτή την ώρα τις συνθήκες, που θα διαμορφώνει η επόμενη φάση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται ενδεχομένως μπροστά σε μία νέα διεύρυνση των μελών της.