Τελικά, ούτε με ένα κρότο, ούτε με έναν αναστεναγμό, τελειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μέσα σε μία γενικευμένη σήψη και αποσύνθεση.
Για τους μη μυημένους στην ελληνική αριστερά και τις εσωκομματικές της διεργασίες, η εικόνα με τις φωνές, τα γιουχαΐσματα και τις ζητοκραυγές, προφανώς προκάλεσε σοκ.
Για εκείνους που είτε έχουν περάσει από κάποια οργανωτική δομή της αριστεράς, η εικόνα είναι οικεία και γνώριμη, αφού πολλές φορές βρέθηκαν πότε με εκείνους που έφευγαν και πότε με εκείνους που έμεναν. Εξάλλου, η ελληνική αριστερά θυμίζει τη μέδουσα, πολλαπλασιάζεται αυτοακρωτηριαζόμενη. Δε χρειάζεται το προαιώνιο αρσενικό και θηλυκό για την αναπαραγωγή της.
Για τους παλαιότερους, πάντως, η ατμόσφαιρα θύμιζε τις φοιτητικές συνελεύσεις της δεκαετίας του ’70, όπου εκατοντάδες φοιτητές, συνωστίζονταν για ολόκληρα εικοσιτετράωρα στα αμφιθέατρα, διαπληκτιζόμενοι για το αν θα έπρεπε να προηγηθεί η αστικοδημοκρατική επανάσταση της σοσιαλιστικής ή θα περνούσε η χώρα στον σοσιαλισμό με ένα άλμα. Ευτυχώς, έμειναν στα λόγια και η χώρα γλίτωσε από ολέθριους πειραματισμούς, διαφορετικά σήμερα θα ανταγωνιζόμασταν επάξια την Ερυθραία ή την Σομαλία.
Ερωτήσεις, διακοπές για προσωπικά ζητήματα, ατελείωτες, ατέρμονες και ατελέσφορες ψηφοφορίες για ψύλλου πήδημα, καυγάδες, τραμπουκισμοί, αλλά και ερωτικά σκιρτήματα παρά τις ιδεολογικές διαφορές των δύο επίδοξων εραστών. Αλησμόνητες εποχές, οι οποίες εξακολουθούν να τροφοδοτούν με έμπνευση την νέα ελληνική λογοτεχνία και κινηματογράφο, στον φαύλο κύκλο της αυτοαναφορικότητάς τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έκανε την πρώτη δυναμική του εμφάνιση στα «Δεκεμβριανά» του 2008 και τα πράγματα του ήρθαν βολικά και καβάλησε το κύμα με τη χρεοκοπία της χώρας το 2010. Στη συνέχεια, εκφράζοντας τον παροξυσμό της κοινωνίας, η οποία αντιλήφθηκε πως δεν υπάρχει η διαρκής πρόοδος και ανάπτυξη με κρατική εγγύηση και πως θα πρέπει σαν καλός νοικοκύρης να συμμαζέψει τα έξοδα του και να πληρώσει τα χρέη του, ανέλαβε να εκφράσει τις δυνάμεις της στασιμότητας και της οπισθοδρόμησης, συμμαχώντας με τη λεγόμενη λαϊκή Δεξιά στην πιο παράλογη μορφή της, φλερτάροντας με την ακροδεξιά και κλείνοντας το μάτι σε κάθε έναν που θεωρούσε πως «πρέπει να πεθάνει η πατρίς για να ζήσουμε εμείς».
Πάνω στην παντοδυναμία του, φέρθηκε με αλαζονεία και περιφρόνηση των αντιπάλων, χρησιμοποιώντας ακόμη και χυδαιότητες μέσα στο Κοινοβούλιο. Χάνοντας την εξουσία, επειδή δεν κατάλαβε πως άλλαξε η κοινωνία έχοντας περάσει από τα ταχύρρυθμα σεμινάρια της αποτυχημένης διακυβέρνησής του, για το μόνο πράγμα που ενδιαφέρθηκε ήταν να δημιουργήσει μία παράλληλη δυστοπική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε η ηγεσία, τα μέλη και οι οπαδοί του. Στο μεταξύ, η κοινωνία είχε φύγει μπροστά, ήταν αλλού, είχε άλλες ελπίδες και προσδοκίες.
Βιώνοντας αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, δεν κατάφερε να κάνει κάτι πολύ απλό: να σκεφτεί γιατί έχασε. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν είχε εκπαιδευτεί σε αυτό. Πίστευε και πιστεύει πως αρκεί μία απόφαση του πολιτικού φορέα για να αλλάξει ρου η ιστορία και να υποταχθεί στα καπρίτσια των κομισάριων.
Με τούτα και μ’ αυτά, έφτασε στη σημερινή ημέρα όχι ως ένας ζωντανός, πολιτικός οργανισμός, αλλά σαν ένα τυμπανιαίο, πολιτικό πτώμα, το οποίο αναμένει και τον επίσημο ενταφιασμό του στη χωματερή της ιστορίας.
Μέσα σε αυτό το ιλαρό θέαμα, τους μόνους που πραγματικά σκέφτομαι, είναι μερικούς φίλους από τα παλιά που δε θέλησαν όλα αυτά τα χρόνια να δουν πως εκείνο που πίστεψαν στα χρόνια της νιότης τους, δεν ήταν τίποτα άλλο από μία μεγάλη φενάκη ή καλύτερα μία απάτη, θύματα της οποίας υπήρξαν.
Βλέποντας όλα αυτά που γίνονται με τους σώγαμπρους, τους δεινόσαυρους, τους κλακαδόρους, την πολιτική συμμορία που παραλίγο να ρίξει τη χώρα στα βράχια, προφανώς έχουν μία πικρή γεύση στο στόμα. Δεν μπορούν, όμως, να επικαλεστούν ούτε άγνοια, ούτε, πολύ περισσότερο, πως με πολλή αγάπη τους είχαμε προειδοποιήσει για τα επερχόμενα. Το πιο λυπηρό απ’ όλα, είναι πως εφόσον χώρισαν οι δρόμοι μας, δύσκολο πια να ξανασυναντηθούμε, όχι γιατί δεν το θέλουμε, αλλά γιατί δεν μπορούν να μας κοιτάξουν κατάματα.