Με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, Ιωάννη Μπούγα, να διαβεβαιώνει ότι έχει ληφθεί κάθε μέριμνα ώστε να μη δημιουργηθεί καμία ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες και παράλληλα να επιτευχθεί ταχύτερη και ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης και σύσσωμη την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για βίαιες και πρόχειρες αλλαγές που επιβάλλονται με καθεστωτικό τρόπο, ολοκληρώθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η επεξεργασία σε πρώτη ανάγνωση, του νομοσχεδίου για το νέο δικαστικό χάρτη της χώρας.
Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου, με τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης», τάχθηκε μόνο η ΝΔ, ενώ από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΕΛΛΥ, Νίκη, «Σπαρτιάτες» και Νέα Αριστερά καταψήφισαν και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ μαζί με την Πλεύση Ελευθερίας, επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν στην Ολομέλεια.
Σημεία αιχμής του νομοσχεδίου, που προκάλεσαν έντονη αντιπαράθεση μεταξύ της ηγεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ήταν κυρίως η κατάργηση των ειρηνοδικείων, η κατανομή των εδρών των περιφερειακών πρωτοδικείων και της δικαστικής ύλης και η κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων.
Ο κ. Μπούγας απέρριψε καταρχήν τους ισχυρισμούς για βίαιες αλλαγές και για έλλειμμα ουσιαστικής και επαρκούς διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους φορείς, αντιτείνοντας ότι «έγινε ένας εξαντλητικός διάλογος μηνών με όλους όσους ήθελαν να έχουν φωνή».
Στις αντιρρήσεις για την κατάργηση ειρηνοδικείων με το επιχείρημα ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ισχύει ο θεσμός του ειρηνοδικείου, ο κ. Μπούγας απάντησε ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν δύο κατηγορίες δικαστών, ενώ σημείωσε ότι ούτε οι φορείς που κλήθηκαν στην Επιτροπή δεν φάνηκε να διαφωνούν επί της αρχής του νομοσχεδίου στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά εστίασαν τις αντιρρήσεις τους στο πώς κατανέμονται οι περιφερειακές έδρες των πρωτοδικείων.
Παράλληλα, απέρριψε την κριτική ότι οι ειρηνοδίκες καλούνται να εμπλακούν σε δίκες χωρίς να προηγηθεί η κατάλληλη επιμόρφωση τους, υπογραμμίζοντας ότι τίποτα δεν θα γίνει χωρίς προετοιμασία.
«Καμία βίαιη αλλαγή δεν θα γίνει. Το νομοσχέδιο είναι η απαρχή της έναρξης της ενοποίησης. Προσεκτικά, βήμα-βήμα θα προχωρήσουμε χωρίς να δημιουργούμε ανασφάλεια δικαίου μέχρι να ολοκληρωθεί η ενοποίηση του πρώτου βαθμού. Δεν κάνουμε κάτι με τρόπο βίαιο. Οι ειρηνοδίκες θα προετοιμαστούν κατάλληλα για να ασκήσουν ως ισότιμοι δικαστές τα καθήκοντα τους.»
«Λαμβάνουμε μέριμνα για να μην υπάρξει καμία ανασφάλεια δικαίου στους πολίτες. Θα εξακολουθούν να δικάζουν υποθέσεις που δίκαζαν μέχρι σήμερα. Όλα θα γίνουν με τρόπο οργανωμένο και συντονισμένο, έτσι ώστε για υποθέσεις με αντικείμενα που δεν έχουν δικάσει μέχρι σήμερα να μπορούν στο διάστημα της 2ετίας, από την έναρξη της εφαρμογής του νόμου, να έχουν το χρόνο να επιμορφωθούν κατάλληλα και να μπορούν να δικάσουν», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Μπούγας και πρόσθεσε:
«Άρα οι ανησυχίες, οι αγωνίες και οι τυχόν αντιρρήσεις που εκφράζονται για την ενοποίηση, λόγω, όπως ειπώθηκε, μη επιμόρφωσης ειρηνοδικών, ακατάλληλων κτιριακών υποδομών, μη ψηφιοποίησης της δικαιοσύνης, δεν είναι για αυτά που θα συμβούν τώρα, αλλά σε αυτά που θα συμβούν το 2026. Εμείς λέμε ότι μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα των δυόμιση ετών θα λύσουμε τα προβλήματα, θα καλυφθούν οι ανάγκες των περιφερειακών».
Ο κ. Μπούγας επέμεινε ότι «έτσι όπως έχει γίνει η χωροταξική κατανομή των δικαστικών σχηματισμών καλύπτεται το σύνολο της χώρας και το πιο απομακρυσμένο δικαστήριο είναι μία με μιάμιση ώρα από τις περιοχές των πολιτών, σε κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας».
«Άρα, ο Έλληνας πολίτης έχει τη δυνατότητα να δικάζει τις υποθέσεις του κοντά στον τόπο της κατοικίας του και να δικάζει όχι μόνο υποθέσεις ήσσονος σημασίας, όπως αυτές που δίκαζε μέχρι σήμερα, αλλά περίπου το 80% με 85% των αστικών υποθέσεων του», πρόσθεσε.
Και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης κατέληξε:
«Το θέμα είναι πως θα επιτευχθεί η ταχύτερη αλλά και ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης με την ορθολογική κατανομή των υποθέσεων. Αυτό είναι κάτι το οποίο αποτελεί βασική αρχή του νομοσχεδίου και επιτυγχάνεται με την δυνατότητα ορθολογικής κατανομής, από τον πρόεδρο πρωτοδικών κάθε πρωτοδικιακής περιφέρειας, γιατί όλος ο χάρτης λειτουργεί με τη φιλοσοφία της πρωτοδικιακής περιφέρειας, άρα μιας συνεκτικής περιοχής έτσι ώστε να μην υπάρξει ταλαιπωρία ούτε των δικαστών ούτε των δικαστικών υπαλλήλων.
Τα ειρηνοδικεία που καταργούνται είναι λίγα, με μικρό αριθμό υποθέσεων, λίγες οργανικές θέσεις και πολύ λιγότερους δικαστικούς υπαλλήλους, ενώ στους δικηγόρους μάλλον οργανώνεται καλύτερα και αποτελεσματικότερα ο τρόπος εργασίας τους».
Η εισηγήτρια της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «μία τεράστια μεταρρύθμιση, μέρος μιας ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της κυβέρνησης, που είναι απόλυτα αναγκαία για γρήγορη και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης».
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξανδρος Αυλωνίτης, έκανε λόγο για «απόλυτα βιαστικό, πρόχειρο και αποσπασματικό νομοσχέδιο, που βάζει πρώτα το κάρο μπροστά στο άλογο, δημιουργεί ένα διοικητικό έκτρωμα στα δικαστήρια και κάνει τους δικαστές περιοδεύοντα θίασο».
«Υποδαυλίζει τις διαφορές των τοπικών κοινωνιών. Προχωράτε σε μία βίαιη, ριζική, βάναυση αλλαγή στην απονομή της δικαιοσύνης. Η κατάργηση των ειρηνοδικείων είναι εγκληματική παρέμβαση στη δικαιοσύνη. Εκφράζουμε την πλήρη αντίθεση μας. Στηρίζουμε τον θεσμό του ειρηνοδίκη, στηρίζουμε τους ειρηνοδίκες στον Γολγοθά τους» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Αυλωνίτης, ενώ προανήγγειλε την κατάθεση αιτήματος ονομαστικής ψηφοφορίας κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στην Ολομέλεια, «για να βρεθεί ο κάθε βουλευτής ενώπιον των ευθυνών του για το τι ψηφίζει», όπως είπε.
Η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Μιλένα Αποστολάκη, άσκησε έντονη κριτική στο άρθρο 39, κατηγορώντας την κυβέρνηση «για απόπειρα συγκάλυψης του εγκλήματος των Τεμπών, βάζοντας ένα ακόμα εμπόδιο στην ευρωπαϊκή εισαγγελέα, τροποποιώντας την διαδικασία ώστε η απολογία των κατηγορουμένων για πλημμελήματα που διώκονται αυτοτελώς να μην γίνεται ενώπιον του Ευρωπαίου εισαγγελέα αλλά ενώπιον του ανακριτή».
Επίσης, επέκρινε τον τρόπο που γίνεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, υποστηρίζοντας ότι «ο εθνικός στόχος για επιτάχυνση της δικαιοσύνης γίνεται υπό προϋποθέσεις, με διάλογο, ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης, επιμόρφωση των δικαστών, αναβάθμιση των υλικοτεχνικών υποδομών, κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων».
«Αυτό που κάνετε είναι καθεστωτισμός και όχι μεταρρύθμιση», ανέφερε η κ. Αποστολάκη.
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, για να απαντήσει ότι «αυτό που γίνεται είναι εναρμόνιση της ελληνικής δικαιοσύνης με τον ευρωπαϊκό κανονισμό και αφορά περιπτώσεις για κατάχρηση κονδυλίων».
«Σκοπός της προσαρμογής με τον ευρωπαϊκό κανονισμό είναι να ασκείται άμεσα, απευθείας, χωρίς παρεμβολή η ποινική δίωξη από τον Ευρωπαίο εισαγγελέα», συμπλήρωσε από την πλευρά του, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιμένει να αναπαράγει επιχειρήματα που καταρρίφθηκαν από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους φορείς στη δικαιοσύνη, τα οποία «ντύνει» με τον μανδύα της δήθεν ταχύτερης και δικαιότερης απονομής της δικαιοσύνης.
«Στόχος του νομοσχεδίου είναι μια πιο φιλική και αποτελεσματική δικαιοσύνη για τους επενδυτές, τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία, πιο εχθρική και ακριβή για τα λαϊκά στρώματα και πιο βασανιστική για τους δικαστές και δικαστικούς υπαλλήλους», ανέφερε η κ. Κομνηνάκα.
«Για υποβάθμιση τουλάχιστον της ποινικής δικαιοσύνης» μίλησε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης και πρόσθεσε ότι «το νομοσχέδιο εξυπηρετεί τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης, ενώ πίσω από το άρθρο 39 υποκρύπτεται σκοπιμότητα».
Ο ειδικός αγορητής της Νέας Αριστεράς, Δημήτρης Τζανακόπουλος, υποστήριξε ότι η κυβέρνηση κήρυξε εδώ και καιρό ένα ανηλεή πόλεμο για το κράτος δικαίου.
«Οι τροποποιήσεις του νομοσχεδίου είναι πρωτοφανείς και είχαν τη συνολική και απόλυτη κατακραυγή των αρμόδιων φορέων. Υποπέσατε για άλλη μια φορά στο παράπτωμα της απόλυτης αλαζονείας σας, οχυρωμένοι πίσω από το 41% αλλά θα το βρείτε μπροστά σας και πολιτικά», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τζανακόπουλος.
Ο ειδικός αγορητής της ΝΙΚΗΣ, Γιώργος Αποστολάκης, τάχθηκε κατά του νομοσχεδίου που, όπως είπε, «είναι ένα πρόχειρο, γεμάτο ασάφειες συνονθύλευμα, έρμαιο των τοπικών και συνδικαλιστικών διεκδικήσεων, στο οποίο είναι εναντίον όλος ο νομικός κόσμος και η κοινωνία, γιατί δεν έχει τίποτα να προσφέρει για τον σκοπό που δήθεν επιδιώκει, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης».
Ο ειδικός αγορητής των «Σπαρτιατών», Πέτρος Δημητριάδης, υποστήριξε ότι «είναι ένα προβληματικό, άστοχο νομοσχέδιο που μετατρέπει τους δικαστές σε περιοδεύων θίασο και δεν θα οδηγήσει ούτε στην επιτάχυνση αλλά ούτε και στην ποιοτικότερη απονομή της δικαιοσύνης».
Τέλος, η ειδική αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας, Ελένη Καραγεωργοπούλου, ανέφερε ότι η νέα νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης «είναι σκόπιμα ασαφής, απευθύνεται σε πολίτες άλλης χώρας και βασίζεται σε μία εικονική πραγματικότητα που δημιουργεί η κυβέρνηση».