Η πρώτη σύσκεψη που έγινε υπό τον πρωθυπουργό για το θέμα των πυρκαγιών, έδειξε αν μη τι άλλο, ότι το Μέγαρο Μαξίμου αντιλαμβάνεται απόλυτα, αυτό που επείγει περισσότερο απ’ όλα. Να μην γίνουν οι καταστροφικές πυρκαγιές η μήτρα της επόμενης καταστροφής το φθινόπωρο.
Ετέθησαν σε απόλυτη προτεραιότητα τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα στις καμένες εκτάσεις, ο καθαρισμός των ρεμάτων με ευθύνη των περιφερειών, αλλά και οι διοικητικές πράξεις που χρειάζονται, ώστε να κηρυχτούν άμεσα αναδασωτέες οι περιοχές που κάηκαν στην Πάρνηθα, όπως και αυτές που εξακολουθούν να καίγονται στον Έβρο. Το 2021 μετά τη μεγάλη πυρκαγιά στην Πάρνηθα που έκαψε 83.000 στρέμματα δάσους (η φωτιά πριν λίγα 24ωρα έκαψε 58.000 στρέμματα) η κυβέρνηση είχε κερδίσει τουλάχιστον το στοίχημα και απέτρεψε, με τις εκτεταμένες και έγκαιρες παρεμβάσεις στον ορεινό όγκο και τις λεκάνες απορροής, πλημμυρικά φαινόμενα και προστάτευσε αποτελεσματικά τις οικιστικές ζώνες στους πρόποδες της Πάρνηθας.
Ο υπουργός Περιβάλλοντος Θοδωρής Σκυλακάκης επισήμανε ως απόλυτη προτεραιότητα αυτή του καθαρισμού των ρεμάτων « με ευθύνη των Περιφερειών» αλλά και τη μέριμνα που λαμβάνεται ήδη για τα ζώα και τα πτηνά που επιβίωσαν, έχασαν το «σπίτι» τους αλλά δεν έχουν πρόσβαση στην αναγκαία τροφή και νερό για τους επόμενους πολλούς μήνες.
Η άμεση κήρυξη των περιοχών του Έβρου και της Πάρνηθας σε αναδασωτέες συνοδεύεται από μια σειρά ενέργειες, ενώ η κυβέρνηση, όπως αναμένεται να ανακοινώσει και ο πρωθυπουργός την Πέμπτη στη Βουλή, ενεργοποιεί το νέο θεσμό των «Αναδόχων Αποκατάστασης & Αναδάσωσης» τόσο για τις μελέτες, όσο και για τα έργα, με ταυτόχρονη αξιοποίηση των Δασικών Συνεταιρισμών. Με διαδικασίες επείγοντος χαρακτήρα.
Η αποκατάσταση των καμένων περιοχών που κηρύσσονται αναδασωτέες απαιτεί ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σχέδιο. Πολύ δε περισσότερο που η έκταση που αφήνουν πίσω τους οι φωτιές του Αυγούστου είναι τρομακτικά μεγάλη. Η εντύπωση που έχει ο περισσότερος κόσμος είναι ότι η αναδάσωση είναι θέμα πολιτικής βούλησης, διαχειριστικής ικανότητας και πεδίο άνθησης του εθελοντισμού.
Όλοι οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η βιαστική και χωρίς γνώση παρέμβαση στο οικοσύστημα μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά, εμποδίζει τη φύση να επουλώσει με τον τρόπο που εκείνη γνωρίζει και στο χρόνο που πρέπει, τις πληγές της. Η φυσική αναγέννηση του δάσους προηγείται όλων των παρεμβάσεων αναδάσωσης και σχεδόν μετά από δυο χρόνια επιτρέπεται να αναζητηθούν επιστημονικά τα τμήματα εκείνα στα οποία επιτρέπεται και επιβάλλεται η τεχνητή αναδάσωση. Και στην περίπτωση αυτής της καταστροφής η καταφυγή στη γνώση των ειδικών και η εμπιστοσύνη στα επιστημονικά δεδομένα, παρά την πίεση που ασκείται ευλόγως στην κυβέρνηση από την κοινή γνώμη για τη λήψη μέτρων προστασίας και αποκατάστασης, αλλά και τον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης, είναι ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος αντίδρασης.
Αυτό δεν σημαίνει πως ο μηχανισμός δεν πάσχει και δεν χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν και να επανα-οριοθετηθούν ευθύνες και αρμοδιότητες. Μια καλή πρακτική για τα περιαστικά δάση είναι το μοντέλο δημοτικής και εθελοντικής προστασίας του Υμηττού αν και στην κλίμακα του δάσους της Δαδιάς ή στη Βάλια Κάλντα δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να δουλέψει με τον ίδιο τρόπο.