Βρήκε επί τέλους αντιπολιτευτικό αφήγημα ο Αλέξης Τσίπρας. Κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης, δήλωσε «αν δεν μπορεί να διαχειριστεί την πανδημία ο Μητσοτάκης να αποχωρήσει για να σώσουμε όσους μπορούμε». Ταυτόχρονα και ο Πολάκης γράφει με το δικό του στυλ: «ΦΕΡΤΕ ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΗΛΙΘΙΟΙ!!!!!! … και ΦΥΓΕΤΕ να αναλάβουν αυτοί που ΞΕΡΟΥΝ ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΝ!!!».
Ποτέ δεν θα υπεισερχόμασταν σε θέματα ιατρικής και επιδημιολογίας, αλλά το να «σώσουμε όσους μπορούμε» του Αλέξη και το «να αναλάβουν αυτοί που ξέρουν» του Πολάκη, δημιουργεί μειδίαμα. Δεν ξέρουμε αν θα καταργούσαν τον ιό με ένα νόμο ένα άρθρο ή με ιβερμεκτίνη. Θα μπορούσαν ωστόσο να οργανώσουν καμιά εξακοσαριά πορείες εναντίον του ιού. Μόνο για τον Κουφοντίνα;
Φυσικά, επειδή «ευαισθησίες» είναι αυτές, ο Τσίπρας ζήτησε από την κυβέρνηση «να σταματήσει μια επικίνδυνη αντίληψη την οποία διαχέει στην ελληνική κοινωνία, ότι αυτό που ζούμε είναι επιδημία των ανεμβολίαστων (ενώ το 85% των ανεμβολίαστων στις ΜΕΘ δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό).
Ολως τυχαίως και η «Ελληνική Λύση» του Κυριάκου Βελόπουλου κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ύψωσε «τείχος διχασμού» στην κοινωνία, με δρακόντεια μέτρα για τους ανεμβολίαστους, τη στιγμή που γνώριζε ότι και οι εμβολιασμένοι νοσούν και μεταδίδουν τον κορονοϊό! Την ίδια στιγμή, εξακολουθεί να έχει σε αναστολή εργασίας τους ήρωες υγειονομικούς λειτουργούς».
Πάντως, ο Τσίπρας έκανε μια ρητορική ερώτηση που εμπεριέχει αλήθειες: «Πότε θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη η κυβέρνηση να πάρει δύσκολες αποφάσεις;».
Επ΄ αυτού υπάρχουν τρία δεδομένα: Πρώτη: Όταν η κυβέρνηση πήρε μια «δύσκολη απόφαση», να τεθούν σε αναστολή οι υγειονομικοί που δεν εμβολιάζονται, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν συναίνεσε αλλά βρήκε αντιπολιτευτικό βήμα, εκ παραλλήλου με τον Βελόπουλο.
Και κατά παγκόσμια πρωτοτυπία ξιφούλκησε υπέρ της… προαιρετικής υποχρεωτικότητας. Το αν οι δύο έννοιες αποκλείουν εξ ορισμού η μία την άλλη, αποτελεί λεπτομέρεια για τη δημιουργική γλωσσοπλασία του ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο βεβαίως θα αντιδρούσε και σε οποιαδήποτε «δύσκολη απόφαση» της κυβέρνησης, που τώρα δήθεν επιζητεί.
Δεύτερο: Ο ΣΥΡΙΖΑ όντως θα μπορούσε να πάρει σκληρότερα μέτρα, γιατί έχει πιο ευπειθές, έως και υποτακτικό, κοινωνικό ακροατήριο. Το διαπιστώσαμε με το «κίνημα της γραβάτας» όπου ξαφνικά οι «λαϊκοί αγωνιστές», που αποτελούσαν το κοινωνικό στήριγμά του και αποθέωναν τους αγώνες στο δρόμο, έβριζαν αυτούς που κατέβηκαν στο δρόμο. Τους χαλούσαν οι γραβάτες φαίνεται.
Επίσης, οι ευαίσθητοι για τις αγριότητες της αστυνομίας υποστηρικτές του, δεν φρικίασαν όταν η αστυνομία του ΣΥΡΙΖΑ έδερνε τους συνταξιούχους. Και ακόμη περισσότερο, όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκαν αλλά υπερτόνιζαν ευφρόσυνα την ικανοποίησή τους για το ξύλο εναντίον των «φασιστών» - όταν η αστυνομία του ΣΥΡΙΖΑ χτυπούσε αλύπητα και τραυμάτιζε γέρους και παιδιά στο Πισοδέρι Φλώρινας, κατά την πορεία ντόπιου πληθυσμού εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών. Τέτοιο κοινό θα υποστήριζε μαχητικά κάθε μέτρο της κυβέρνησή του.
Και τρίτο: Σαφώς η κυβέρνηση μετά τον πρώτο καιρό, δεν αντιμετώπισε το θέμα με την αρμόζουσα αυστηρότητα. Εννοούμε ότι τα μέτρα που αποφάσιζε δεν τα επέβαλε αποφασιστικά και με κάθε τρόπο. Προφανώς, υπολόγισε το πολιτικό κόστος και την κατηγορία περί ακροδεξιάς απόκλισης – κατηγορία που την έχει «λαιβ μοτιβ» ο ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως οι συνθήκες της πανδημίας δεν σε ρωτάνε. Είτε πληρώνεις το κόστος άπαξ και στη συνέχεια εκταμιεύεις πολιτικά την αποφασιστικότητα που επέδειξες, είτε αφήνεσαι σε μια μακρόσυρτη φθορά (και πάλι καλά που έχεις τον αναξιόπιστο ΣΥΡΙΖΑ απέναντί σου και δεν πληρώνεις μεγάλο κόστος
Στους ανεμβολίαστους ελπίζουν ΣΥΡΙΖΑ και Ελληνική Λύση, για να τσιμπήσουν κάποια ψήφο. Αλλά και αυτό εφόσον η κατάσταση θα παραμείνει ελαφρώς ανοδική, και δεν θα επιβεβαιωθούν τα μαθηματικά μοντέλα πανεπιστημιακών σχολών που μιλάνε προοπτικά ακόμη και για χίλιους διασωληνομένους και 4.000 νεκρούς ως τα Χριστούγεννα.
Γιατί εάν η κατάσταση φτάσει εκεί, δημιουργούνται νέες κοινωνικές δυναμικές, και οι συνθήκες γίνονται απρόβλεπτες τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση.