Ενστάσεις για τον θεσμό του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος διατυπώνει η ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος η οποία και επισημαίνει με ανακοίνωσή της ότι «οι δημόσιες υποδείξεις προς την Δικαιοσύνη, ιδίως όταν προέρχονται από πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, υπονομεύει το κύρος της», με αφορμή τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση Novartis.
«Εξωθεν παρεμβάσεις σε εκκρεμείς υποθέσεις της δικαιοσύνης δεν συγχωρούνται», αναφέρει επίσης στην ανακοίνωσή της και τονίζει τους κινδύνους για τους προστατευόμενους μάρτυρες, σημειώνοντας παράλληλα ότι ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους είναι βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία του θεσμού.
Η ανακοίνωση της Συντονιστική Επιτροπής των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος αναφέρει τα εξής:
«Οι πρόσφατες εξελίξεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν τις ενστάσεις που έχει δημόσια διατυπώσει το δικηγορικό σώμα σχετικά με τον θεσμό των «μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος»,που θεσπίστηκε με πρωτοβουλία προηγούμενων Κυβερνήσεων, και τώρα χρησιμοποιείται ευρέως σε υποθέσεις μείζονος σημασίας, με -εξ αντικείμενου- πολιτικές προεκτάσεις. Η αποδεικτική αξιοποίηση των καταθέσεων των μαρτύρων αυτών, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας τους, υπονομεύει τις αρχές του νομικού μας πολιτισμού και της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας, με προεξάρχουσα εκείνη της δίκαιης δίκης.
Επισημαίνεται, περαιτέρω, μετ' επιτάσεως, ότι η δικονομική τάξη προσβάλλεται για πολλοστή φορά βάναυσα από την παραβίαση της μυστικότητας της ποινικής προδικασίας. Οι συστηματικές παραβιάσεις, που παρατηρούνται διαχρονικά, καταδεικνύουν ότι δεν αρκεί πλέον η φραστική καταδίκη, αλλά προσαπαιτείται η πρόβλεψη και η κυρίως η επιβολή κυρώσεων στους υπαιτίους.
Έξωθεν παρεμβάσεις σε εκκρεμείς υποθέσεις δεν συγχωρούνται. Για τον λόγο αυτό το δικηγορικό σώμα, τηρώντας πάγια στάση, απέχει από οποιονδήποτε σχολιασμό θεμάτων ουσίας, θέση εξάλλου που ασπάζεται και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, όπως προκύπτει από τη χθεσινή του ανακοίνωση. Η Δικαιοσύνη πρέπει να αφήνεται να κάνει απερίσπαστη το έργο της, υποκείμενη ασφαλώς σε κριτική, με βάση όμως νομικά κριτήρια, και όχι πολιτικές σκοπιμότητες.
Ο ψόγος και οι δημόσιες υποδείξεις προς την Δικαιοσύνη, ιδίως όταν προέρχονται από πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας, συνιστούν σαφή, αξιόμεμπτη παρέμβαση στο έργο της, που απάδει στη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών και υπονομεύει το κύρος της. Συνιστά, λοιπόν, πρωτίστως δικαιοκρατική αναγκαιότητα, όσοι μετέχουν της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας να στηρίξουν την ανεξάρτητη απονομή της Δικαιοσύνης και να αποφεύγουν οποιεσδήποτε επεμβάσεις στο έργο της».